«Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς,
Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου…Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.
Και μ’ αυτό εξαγόραζες, όργος όργος,
κάθε τόσο το χώμα που ήταν δικό σου.
Αλλά εκεί που όλα έδειχναν ότι έγινες έρημος
«με ολίγο χορτάρι» ακουγόντουσαν ψίθυροι… Ακλουθούσαν τα κλεφτοφάναρα·
κ’ οι Ακαδημίες του Πλάτωνα λειτουργούσαν κανονικά.
Κι οι τύραννοι έσερναν στο κριτήριο τα παιδιά σου.
Τους παζάρευαν την ψυχή, αλλά δεν την πουλούσανε…
Και σηκώνανε τα μαστίγιά τους, τι βλέπαν πως ήταν το πνεύμα τους απαράδοτο.
Ωστόσο το μέγα φως δεν ξεχτίζονταν.
Ο καθένας τους είχε κι από ένα μικρό Μεσολόγγι στο στήθος του.
Και θα ‘λεγε μάλιστα κανένας πως φτιάχτηκαν και τα βουνά σου εξεπίτηδες έτσι απόκρημνα κ’ υψηλά, να τ’ ανεβαίνουν οι Έλληνες και ν’ αποθέτουνε στις κορφές την κιβωτό με το Έθνος.
Όλους τους αέρες του κόσμου
Τους αρμύρισαν με τα δάκρυά τους.
Σμίγαν τους στεναγμούς τους και σχημάτιζαν έπος.
Και φτιάχναν παντού νησάκια του έθνους, που ξεχώριζαν εύκολα, απ’ το ένα σημείο τους
που ήταν το φως.
… Όλα μαζί ήταν το έθνος.
Πώς πεθαίνει ένα έθνος; Πώς πεθαίνει ένα έθνος, όταν όλες οι θύελλες καταιγίζονται απάνω
του, δίχως να βρίσκουν το σώμα του;
Πώς πεθαίνει όταν όλα είναι το έθνος;
Αν χτυπούσεν η σάλπιγγα, σαλευόνταν η γης και σηκώνονταν όρθιοι, δεν θα βρίσκανε τόπο
να σταθούνε οι μάρτυρες. Δεν θα φτάναν τα δέντρα σου ν’ ακουμπήσουν τις πλάτες…
Και απ’ όποιο σημείο κι αν θεόταν τον όγκο τους, θ’ απορούσε κανείς: πως απόμεινε μήτρα,
πώς απόμεινε μάτι, πώς απόμεινε πόδι, πώς απόμεινε χέρι, να σηκώνει του Έθνους σου τη σημαία
ανάμεσα στις σημαίες των Ενωμένων Εθνών.
Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!
Ενυπάρχει στο φως η ψυχή σου,
στη ρίζα το σώμα σου.
Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων».