Σελίδες

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Ηλίας Σιμόπουλος - Το μέγα μήνυμα

Έφυγε πλήρης ημερών ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος
Santorini Ζωγραφική Γιώργος Σιδηρόπουλος
Γνωρίζω τα ματωμένα σου βήματα
στον απάτητο δρόμο.
Ξέρω τις αγρύπνιες σου στις αξημέρωτες νύχτες
της ανέλπιδης αναμονής.
Θυμάμαι
την ομορφιά σου, που δεν τη λέκιασε δάκρυ
τη μορφή σου
γιομάτη θυσία, εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια.
Και σ’ έχω πάντα μέσα μου
και σ’ αναπνέω.
Την ιστορία σου
την πήραν οι άνθρωποι, τα πουλιά και οι άνεμοι,
την έκαναν τραγούδι
και την τραγουδούν
όλα τα στόματα.
Την ιστορία σου
την πήρε η φήμη στ’ άσπρα της φτερά
και την ακούμπησε πα στο κατώφλι της αιωνιότητας.
Εσύ ποτέ δε θα πεθάνεις.
Τον τόπο που σε γέννησε τον λεν
Ε λ λ ά δ α.


ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
«Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο», 1946.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Τάκης Σινόπουλος - «Ο καιόμενος»

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


Ανάλυση του ποιήματος εδώ
και εδώ

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Γιῶργος Σεφέρης — Τελευταίος σταθμός
«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν»

«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρνει ο κόπος της τελειωμένης μέρας 

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες, 
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις. 
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω 
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη…. 
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης…» 

Few are the moonlight nights that pleased me.
The primer of the stars that you spell out
as the effort of the ended day brings it,
and you extract other meanings and other hopes,
you can read it more clearly.
Now as I sit unoccupied and think about it
few moons have remained in memory-
islands, the color of a sorrowful Panaghia*, late in the waning light
or moonlight in towns of the north throwing together one time
in turbulent roads, rivers and people’s body parts,
heavily, a torpor.
Yet last night here, on this our last staircase
where we await the hour of our return to break
like an old debt, money which stayed for years
in the safe of a miser, and finally
the moment of payment has come, and there can be heard
coins falling on the table-
in this Tyrrhenian village, behind the sea of Salerno
behind the harbors of the return, on the edge
of an autumn storm, the moon
has surpassed the clouds, and they turned,
the houses on the other side, to enamel.
Beloved silences of the moon.


This is also a train of thought, one way

to begin to talk about things that you confess
with difficulty, at hours in which you cannot bear it, to a friend
who escaped secretly and brings
news from home and from the companions,
and you rush to open your heart
so that the foreign land doesn’t beat you to it and change him.
We come from the Arab lands, Egypt, Palestine, Syria;
The little state
of the Comagenes that went out like the small oil lamp
many times comes back to our minds,
and great civilizations that lived for thousands of years
and then were left as a shepherd’s place for beasts,
fields for sugar cane and corn.
We come from the sands of the desert from the seas of Proteus
souls shriveled from public sins,
each one with a position like the bird in his cage.
The rainy autumn in this pit
makes the wound of every one of us fester,
or that which you would otherwise call nemesis, fate
or only bad habits, guile and deceit,
or even self-interest enjoying the fruits of others’ blood.
Easily a man gets worn out in the wars-
man is soft, a sheaf of grass-
lips and fingers that long for a white breast
eyes that half-shut in the shimmer of the day
and legs that would run, even if they are so tired,
to the slightest whistle of profit.
Man is soft and thirsty as the grass,
greedy as the grass, his nerves roots that spread-
and when harvest comes
he prefers that the scythes whistle in the other field-
when harvest comes
some yell to exorcise the demonic
some get caught up in their goods, others make speeches.
But spells, goods, rhetoric,
when the living are far away, what will you do with them?
Maybe man is some other thing?
Maybe it is not he that transmits life?
Time of sowing, time of reaping.

Again the same old thing, you will tell me, friend.
But the thought of the refugee, the thought of the captive
the thought
of the man when he ends up as merchandise himself-
try to change it; you cannot.
And maybe he wanted to remain king of the cannibals
using up powers that no one can buy,
to stroll in fields of agapanthus flowers
to hear the small drums beneath the bamboo tree,
as the courtiers dance with monstrous masks.
But the place where they chop him down with an ax and burn him
like the pine, and you see him
either in the dark wagon, without water, broken windows, for nights
and nights
or on the red hot ship that will sink as the statistics are showing it,
these things took root in the mind and do not change
these planted pictures the same as those trees
which throw their branches out into the virgin forests
and these nail themselves into the soil and sprout again-
they throw out branches and sprout again stepping over
leagues and leagues-
our mind a virgin forest of murdered friends.
And if I speak to you with stories and parables
it is because you hear it more sweetly, and horror
does not converse because it is living,
because it is speechless and goes on-
it drips during the day, it drips during sleep
bitter memory pain.

To speak about heroes, speak about heroes: Mihalis
who left with open wounds from the hospital
perhaps he was talking about heroes when, that night
that he dragged his leg through the darkened city,
he howled, groping our pain- “In the dark
we go, in the dark we go forward…”
The heroes go forward in the dark.

Few are the nights with moonlight that please me.

George Seferis
Cava dei Tirreni, 5 October ῾44

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Μάρω Βαμβουνάκη - «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα»


Όλα με μας είναι "σαν".
- Όχι, όχι! Δεν είναι σαν αγάπη η αγάπη μας!
- Μόνο η αγάπη μας δεν είναι. Όλα τ' άλλα...

"...Βρέθηκαν να ταξιδεύουν δίπλα δίπλα όλες τις ώρες της διαδρομής.

Ήταν η εξ αρχής ακατανόητη οικειότητα που σημαδεύει όσους προορίζονται να συναντηθούν. Που οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν για να σφραγίσουν ο ένας τον άλλον παντοτινά. Αυτούς που συγγενεύουν αλλιώς και οι υπόγειες ροές τους τραβάνε ασυνείδητα να στραφούν και να κοιταχτούν με απορία στα μάτια. Σαν κλήση. Μια σαγήνη ανεξήγητη που φέρνει κοντά.

Συναντάμε κόσμο και κόσμο όπως πορευόμαστε. Ανταλλάσσουμε βλέμματα, χαμόγελα ευγενικά, δυό υποχρεωτικές κουβέντες, για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε αυτά αμέσως στον κάδο της λησμονιάς. Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή μπρος μας, βυθίζονται στα δικά μας μάτια και αξιώνουν «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα».

Μια σιωπηλή συμφωνία με την κυρία της ρεσεψιόν. Να τους δίνει πάντα το κλειδί με το νούμερο 331, χωρίς να το έχουν ποτέ απαιτήσει. Για μια ψευδαίσθηση μονιμότητας, σταθερότητας, μια ψευδαίσθηση ιδιοκτησίας..."

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Τάσος Λειβαδίτης - Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο

(απόσπασμα του έργου του)
 
Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην
τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά.
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά - κοντά
στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά
παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.
Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα' θελα να το λαβώσεις.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος - Πέρασες


Κ. Χατζόπουλος, Πέρασες κι είχες στα μαλλιά
Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχυα απ᾽τον αγρό·
και σε είδα και είπα κι έφτασε
το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα·
και μ᾽έναν κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα.
Στάθηκες ωχρή
με το βλέμμα πέρα,
κι ήταν τόσο ωχρή
και τριγύρω η μέρα.
Κι ήταν η ώρα ωχρή,
βράδυ ως να είχε γίνει·
μόνο ένα άυλο φως
γύρω σου είχε μείνει,
και ήσουν σα να λες,
όπως είχες μείνει:
Είχα μιαν αυγή,
μιαν άνοιξη προσμείνει.

Κι έβλεπες τα ρόδα
κάτω στο νερό
και τον κρίνο ωχρό
κοίταζες το χέρι.
Κοίταζες: σαν κάτι
να έτρεμε ξερό·
κοίταζες: σαν κάπου
να έφευγε φτερό,
κι άπλωσες το χέρι.
Και ήταν σα φτερό
μες το φως το ωχρό
που ένευε το χέρι.

Κι έφυγες και πας,
πας με το καλό·
και να σε καλώ
πίσω μη γυρίσεις.

Ήσουνα για μένα
μιας αυγής δροσιάς,
ήμουνα για σένα
συννεφιά σταχτιά,

συννεφιά θολή.
Ήρθες να τη σβήσεις
κι έσβησες, καλή·
πίσω μη γυρίσεις!

Και κακός αέρας
στάθηκα για σε,
που πνιγμένα πνέει
και τα φύλλα καίει.

Κι ήρθα και σου μάρανα
ό,τι δροσερό
κι ήρθα και σε θόλωσα,
γάργαρο νερό.

Κι έξω στην ολάνθιστη
που στεκόσουνα θύρα
πέρασα φθινόπωρο
κι έμεινα σα μοίρα.

Στου βραδιού τη σιγή
που το φως αργοτρέμει,
λευκή λάμψη μια αυγή,
θολή η μνήμη σου τρέμει.

Σαν πνοή σιγαλή
σ᾽ενός κλώνου την άκρη,
είναι η θλίψη απαλή
που κυλά με το δάκρυ

σα για φύλλο ξερό
μαδημένο στο κρύο,
σα για φύλλο σβηστό
σε χαμένο βιβλίο.

Το είχα γράψει μια αυγή
που είχες όνειρο φτάσει·
σαν κισσός την πηγή
σε είχα γύρω σκεπάσει.

Άνοιξη ήταν γλυκειά
κι είχε λιώσει το χιόνι,
μα ήσουν δίχως λαλιά,
θλιβερό χελιδόνι

που ζητούσε φωλιά.
Αλλά εσύ δε ζητούσες,
μα θωρούσες ψηλά
στο γλαυκό και γελούσες.


Και γελούσες ωχρά
και θωρούσες θλιμμένα,
λες και σου᾽ταν νεκρά
τ᾽άνθη που είχα σπαρμένα.

Κι ως περνούσα, εμπρός
είχα εκεί γονατίσει·
ήσουν λάμψη κι αφρός
και στα χέρια έχει σβήσει.

Ήταν τ᾽άστρα ή κεριά
που είχαν γύρω αναμμένα;
Άδεια μένει η μεριά
και τα μάτια κλαμμένα.

Μα θάρθω μια μέρα,
πού, ποιος ξέρει πού;
να στάξω για σένα
δροσιά του ουρανού.

Και θάρθεις μια μέρα,
αλλού τάχα ή εδώ;
ψυχή να μου απλώσεις
λευκό το φτερό.

Και θάμαι η πνοή του,
σα να έγινα λες
φωνή στον αέρα
και κλαίω για να κλαις.

Η λεύκα σου κάτω
τα φύλλα κρεμά
και γέρνει τους κλώνους,
σα να ήταν ιτιά.

Κι ως να είναι η φωνή σου
πουλί που λαλεί·
και πνεύμα η πνοή σου
την ώρα καλεί.

Δροσιά ήταν και χάδι
και φως και ευωδιά-
αχ, φτάνει το βράδυ
που τρέμει η καρδιά.


Ανάερη και πνέει
κι είναι άυλη η ζωή
που απόμερα κλαίει-
Και γύρω θροή

στα φύλλα διαβαίνεις
κι αέρας κρυφός
και τρέμεις στη δύση
σα ρόδα και φως.

Και η ώρα πεθαίνει
σα στάλαγμα αργό,
κι ο αέρας σωπαίνει
και κλαίω τώρα εγώ.

Κι είχες πει να μη στήσω
φωλιά να καθίσω.

Κι είχες πει να μην κάνω
φτερά ν᾽ανασάνω

ψηλά στον αέρα,
στα κύματα πέρα.

Είπες μόνο: καρτέρει
μια αυγή τι θα φέρει.

Και νά με που μένω
κι ακόμα προσμένω.

Και πάντα προσμένω,
και φτάνει η αυγή·
και μένω ο πλεγμένος
κισσός στην πηγή.

Και μου είσαι το ρείθρο
που κλαίει σιγαλά
και μου είσαι το νέφος
που φεύγει ψηλά.

Και μου είσαι το δάκρυ
που στάζει θολό·
και πάντα προσμένω,
μα δε σε καλώ.

Κι όταν φτάσει η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ᾽άνθη,
σαν ένα καιρό
θα σε περιμένω.

Κι όταν έρθει πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.

Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάσει υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω·
δε θα περιμένω.
Από την ποιητική συλλογή Βραδινοί Θρύλοι  (1920)


Βλ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Τα ποιήματα, Εισαγωγή Γιώργος Βελουδής, εκδ. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992, σ. 329-342.
  O Kωνσταντίνος  Χατζόπουλος (1868-1920) θεωρείται ο κύριος εισηγητής του συμβολισμού στην νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού κυρίως στη δεύτερη και την τέταρτη ποιητική του συλλογή, τα Ελεγεία και τα ειδύλλια (1898) και Βραδινοί Θρύλοι (1920). Η συλλογή Βραδινοί Θρύλοι αποτελείται από τα παρακάτω ποιητικά έργα: Ίσκιοι του Φθινοπώρου, Βράδυ, Στο Γύρισμα του Δρόμου, και Πέρασες.
         Η ποιητική σύνθεση Πέρασες αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα συμβολιστικής γραφής και είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Κ. Χατζόπουλου. Το ποιητικό υποκείμενο, το εγώ, απευθύνεται στο εσύ, πίσω από το οποίο υπονοείται μία γυναικεία ερωτική παρουσία ή μάλλον "απουσία", αφού πέρασε και έφυγε από τη ζωή του, όχι όμως και από τη μνήμη του....Το ποιητικό υποκείμενο, που φαίνεται ότι κάποτε την άφησε να φύγει, τη θυμάται πάντα, την αναζητά συνεχώς και την περιμένει διαρκώς, καθώς οι εποχές του χρόνου εναλλάσσονται κυκλικά.... Εικόνες από τη φύση καλύπτουν υπαινικτικά τα συναισθήματα...

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Το νόημα της απλότητας


Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.

Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα
σα γανωμένο τεντζέρι (γι’ αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)
φωτίζει τ’ άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού –
πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.

Παρενθέσεις, (1946-1947)


Η ανάλυση εδώ

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί


Άη Στράτης Νοέμβρης 1950

Αγαπημένε μου Ζολιό*,
σου γράφω από τον Άη - Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Αδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο στα γόνατα της αυγής.
Από προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
- όσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θα 'ταν αυτός ο κήπος μας - πώς ήταν;
- πώς είναι ένα στόμα που λέει "σ' αγαπώ" ;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
 

Θυμόμαστε μονάχα
μια φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.

Έτσι από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
κουβαλώντας την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
κουβαλώντας την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' αλυσίδες στα χέρια
μην προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ' ένα δέντρο ή μ' ένα παράθυρο
πάντα μ' αλυσίδες στα χέρια
γιατί είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
κάτι κεφάλια αγύριστα
που ποτέ δεν ξεμάθαμε ν' αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.

Περάσαμε πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί δεν περπατάνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δεν μπορούνε πια να δουν
πως σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών νερών
πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους-
κι όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.


Εκεί, Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιο σκληρές απ' τις πέτρες
και πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τούτες τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
Δεν ξέρω αν ήταν ουρανός - δεν ήταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι όμως, Ζολιό, πάνου σ' αυτές τις πέτρες
ακούγαμε κρυφά τα βράδια,
με τ' αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
ακούγαμε να σεργιανάει η λευτεριά κ' η ειρήνη.


Βέβαια, Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τη μαργαρίτα του πόνου απ' τη λύπη του κόσμου,
και βέβαια θα υπήρχε - δε βλέπαμε.
Απ' όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
από παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού μέσα σ' αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος - μας κοίταζε -
απάνου σ' όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
Δεν ήταν τίποτα
μονάχα ο φόβος τους
δε βλέπαν τίποτα
μονάχα τον ίσκιο τους -
όμως εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
κάτου απ' τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
έρχονταν να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
η λευτεριά κ' η ειρήνη.


Ζολιό,
ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό να ξημερώνει και να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
ήταν πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν πικρό να νυχτώνει δίχως να 'χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
ήταν πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
ήταν πικρό να 'ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
γιατί αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.
Οι νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σαν όταν δε σ' αφήνουνε να πεις την αλήθεια
και το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κι όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
και μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος -
δε λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
μα πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβάμε,
να κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
να μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
να μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
να μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
ανάμεσα σε δυο λόγια
ανάμεσα σε δυο χέρια που σφίγγονται
τη σιωπή λίγο πριν απ' τον ύπνο
τη σιωπή λίγο πιο ύστερα απ' τον έρωτα
τη σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
τη σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
όταν ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
όταν σβήνουμε τη λάμπα και λέμε "καληνύχτα"
τη σιωπή ύστερ' απ' τα χειροκροτήματα
εκείνη τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
που σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
ύστερ' απ' την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.


Ζολιό, μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
με τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
ετούτα τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
κατώφλια μας και τα νυχτέρια μας
ετούτες τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
πάνου από τα σκυμμένα μέτωπα
ετούτα τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα χρόνια και τα καριοφίλια
ετούτα 'δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
 

Μας κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
να βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
γιατί δε θέλουμε, Ζολιό, να 'ναι η πατρίδα μας
έξω απ' τη λευτεριά και την ειρήνη.

Τώρα όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
κ' είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ' τον ίσκιο τους,
όταν βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
κ' η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
βρέχει τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
κ' η μάνα μας είναι πιο μονάχη
όταν πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
και δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
και καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
(είδες, Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
μονάχα απ' το περβάζι του παράθυρου
σκύβουν να την καλησπερίσουν
οι δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ΄ η ειρήνη.


Ζολιό, εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
και το θάνατο πολύ εύκολο.
Κι όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
Ξέρεις εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
δυο άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ' το κρεβάτι
ο ήλιος που μπαίνει τ' απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
εσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
κείνοι που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.

Είναι σκληρή εδώ η ζωή -
πάντα έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
Ανάμεσα απ' τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
κοιτάμε τον ουρανό.
Αυτά είναι τα παράθυρά μας.
 

Κι ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό -
για δες πως φέγγει ο ήλιος -
ανάμεσα από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της -
μας χαιρετάει,
μας χαιρετάει όλη η ζωή - κ' είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
ετούτο το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.

Ζολιό, πώς φέγγει ο ήλιος!
Θαρρώ πως τούτο γίνεται
γιατί αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
όπως και 'σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.

Εδώ οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
-ούτε στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού καψαλιασμένες τρύπες
παντού καπνισμένα δοκάρια,
από παντού μπαίνει ουρανός.
 

Κ' είναι παράξενο, Ζολιό, - δεν είναι; -
να βλέπεις ανάμεσα σ' αυτές τις τρύπες
να περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
να περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
ν' ανάβουν και να σβήνουν τ' αστέρια
ανάμεσα από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
Είναι παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
και να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
και πιο παράξενο να 'ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός
πάνου από τόσα καμένα σπίτια.
Κι όμως παράξενο καθόλου, μες απ' τα γυμνά πλευρά
να φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.


Κάθε μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
δεν έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
να φυτέψουμε τριαντάφυλλα
να παίξουν τόπι τα παιδιά
να φιληθούν δυο αγαπημένοι.
Μα πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου απ' τους τάφους μας, Ζολιό
για τη λευτεριά και την ειρήνη.

Πολύν καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
ψειρίσαμε στα γόνατά μας το θάνατο
όπως ψειρίσαμε τη φανέλα μας
κι ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ' το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
γι' αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
γι' αυτό κ' είναι πικρό το στόμα μας
που δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
τη λευτεριά και την ειρήνη.

Λίγο - λίγο γδυθήκαμε απ΄ όλα τα στολίδια
μείναμε μόνο με τη γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου απ' τις βρισιές και τα μαστίγια
σκάβοντας με τα νύχια μας τη νύχτα
για ν' ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
μαύροι απ' το κάρβουνο της νύχτας
μαύροι σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
με μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μ' ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
φωτίζοντας το δρόμο μη σκοντάψει
η λευτεριά κ' η ειρήνη.


Αγαπημένε μου Ζολιό,
έχω καιρό ν' ακούσω ένα αστέρι
να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για να φυτέψει ένα λουλούδι.
Σκληρή η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
να 'μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
και να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να 'μαστε πλάι στη θάλασσα
και να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
ένα βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
τον καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
και να μη βρίσκουμε μια θέση ν' απαγγιάσουμε
να ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
να φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
να κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.


Πες μας, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ανάμεσα στα στάχυα και τις παπαρούνες,
πώς κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ' το βουνό
(λέω, θα 'ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ' τ' αστέρια),
πώς λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
πώς είναι τα χέρια της μητέρας
όταν διπλώνει τις πετσέτες ύστερ' απ' το δείπνο,
πώς είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
όταν σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
και να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
 

Πες μας, Ζολιό, πώς είναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε
κι όλα μαζί τα βρήκαμε μέσα σε μια βουή από φως
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.

Αλήθεια, δε θυμόμαστε
πώς χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ' τ' άσπρο σεντόνι
- δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Είναι δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και το βήμα του καλοκαιριού στ' ακρογιάλι,
είναι δύσκολο ν' ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο - σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
σαν έχεις δει τ' αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
των εκτελεσμένων
σαν έχεις δει τα φορεία ν΄ ανηφορίζουν τη νύχτα
σαν έχεις δει τη νύχτα να μη λέει "αύριο"
σαν έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πως γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πως μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά
πολύ απλά
πολύ σίγουρα
πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί
κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια
και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,
μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -
απλά πράματα
- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά πράματα λέμε
πολύ απλά τα λέμε
πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό, πολύν καιρό είχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μην ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
νιώθοντας ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
νιώθοντας ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
δίχως να κόβω τα γένεια μου
δίχως να γράφω στίχους -
ξέμαθα πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
έμαθα μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις
λευτεριά και ειρήνη.


Ζολιό, το ξέρω, τα τραγούδια μου
είναι χοντροκομένα κι απελέκητα,
φοράνε χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
με πολλές αράδες καρφιά για ν' αντέχουν στα κατσάβραχα
καθώς ανηφοράνε όλο το θάνατο
για τη λευτεριά και την ειρήνη.

Ναι, σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
με μπαλωμένο βρακί
με σκισμένο πουκάμισο
με το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
με το πρόσωπο σκαμένο απ' την αλμύρα και τον ήλιο
απ' τον καημό κι απ' την ελπίδα κι απ' την αγάπη
και μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ' αυτί του
- κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
όπως σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
μπαίνοντας κι αυτός στο Συνέδριό σας
μπαίνοντας για να πει κι αυτός δυο λόγια
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Μα αυτού μέσα, Ζολιό, είναι τ' αδέρφια μας,
είναι τ΄ αδέρφια μας που τ' ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
όταν μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
όταν βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους
και πολεμούσαν για την ειρήνη
όταν ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο
τής πόρτας τους και τα χνάρια της ζωής τους,
γι' αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
ν' αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.


Είναι πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
όταν πίσω απ' το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω απ' τα σιδερένια τετράγωνα
είναι στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
κοιτάζοντας το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
ακούγοντας τη φωνή ενός παιδιού έξω απ' το φούρνο
και τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ' τους λόφους.
Μακριά σφυράει το τραίνο της Λαρίσης - μες στο σφύριγμά του
κουβαλάει τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
Αχ, έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
φώτα ν' ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
-στον αγέρα
μια μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου-
Κι ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
κόβοντας ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ν' ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ν' ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ν' ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
κι όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.


Θα ξέρεις βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
-α, πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
όταν περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού
τα σοκάκια της Πλάκας,
ωραίο παιδί χαμογελώντας στ' όνειρο τού κόσμου πάνου απ' τις
οροσειρές της δυστυχίας
όταν σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σφίγγοντας μες στις δυο νεαρές γροθιές του
την οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
όταν κάτου από τ' ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
έσπαγε με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
έσπαγε με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου -
 

Και, να που χρόνια τώρα
ο Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει το φως πίσω απ' τα σίδερα
κι ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
σκουπίζει τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπο
της λευτεριάς και της ειρήνης.


Έμαθες τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Την ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
είχε πλυθεί κ' είχε φορέσει τα καλά της
είχε βάψει μονάχη τα παπούτσια της
κ' είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ' τις ρυτίδες της
όπως είναι το λιόγερμα πίσω απ' τα κυπαρίσσια του χωριού της.
Έβγαλε από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
και χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής "έχετε γεια βρυσούλες",
"έχετε γεια", η γιαγιά - Βαγίτσα χόρεψε
ανεμίζοντας το μαύρο μαντήλι της.
Ζολιό, την είδες τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Δεν μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
την ώρα που χόρευε πιασμένη απ' το χέρι
της λευτεριάς και της ειρήνης.

Είναι όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
α, ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
όταν η γιαγιά - Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
κάτου απ' τη μύτη του Χάροντα -
τόσο όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
κρατώντας το μαντήλι της γιαγιά - Βαγίτσας και χορεύοντας
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Κ' η Μαρία Λεοντίδου, αδελφέ μου,
η παραδουλεύτρα,
που συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
που 'πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
κ' είχε δυο χοντρά χέρια
δυο χέρια από καημό και σίδερο
δυο χέρια βασανισμένα απ' τον πικρό μόχτο
δυο χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
- τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
μα λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
μέσα στη λευτεριά και στην ειρήνη.


Ζολιό, η Μαρία είχε μάθει
όπως και 'μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί,
γι' αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
κοίταξε απ' τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
κ' είπε:
"αν είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
έτσι που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
ας πάω κ' εγώ -
μονάχα να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι".
 

Τι λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
να κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
πρωινές αχτίνες
και να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
ή να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, που θα γιορτάζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη;

Πήρε τ' αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
και για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
Η γιαγιά Μαμαλίνα
είναι μια γριούλα ενενήντα χρονώ
έχει δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
έχει μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
και μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
σαν ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
Το 'να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
τ' άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
τ' άλλο της το 'στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
κ' η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ισόβια
γιατί αγαπούσε η καψερή
όπως κ' εγώ κι όπως κ' εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη.

Τώρα η γιαγιά - Μαμαλίνα
μες στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια για τους πεθαμένους
πλέκει μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα για τον κόσμο που κρυώνει
πλέκει ένα κόκκινο σκουφάκι για την Άνοιξη.
 

Α, δεν το βάζει κάτου η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στο μπρίκι της το καφεδάκι της -αν έχει-
κι απ' το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τη λευτεριά και την ειρήνη.

Ζολιό, θα 'χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
μα δε με παίρνει η ώρα.
Ζολιό, είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
που οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ' τ' αστέρια τους
όπως περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μες απ' τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ' άστρα-
δε μας παίρνει ο καιρός να μαζέψουμε τούτο το στάρι
να φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
να τ' αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
-δε μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,- μάς κυνηγάνε,
και βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
γιατί δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
για 'κείνον που λέει την αλήθεια
γι' αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό,
θα 'θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
πως τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
κ' η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ' την αυλόπορτα της σιγαλιάς
μένουμε ώρες με το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
να συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
ένα βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
ένα τραγούδι που κόπηκε στη μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μια τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ' ένα κλεισμένο σπίτι
μια ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
και 'κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί-
Αχ, έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και να θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
που δεν μπορούμε πια να 'μαστε θυμωμένοι
που δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
-βλέπεις η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ' το μίσος-
και πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη-
να σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
κι όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
μα είναι γιατί αγαπάμε, όπως και 'συ,
τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό,
πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ' το γράμμα μου
όμως δεν ξέρουν γράμματα
θα 'βαζαν μονάχα ένα σταυρό
σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
μα τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
ξέρουν να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη
και 'γω υπογράφω για όσους ξέρουν
να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ' όλα μας τ' αδέρφια
πως είμαστε 'δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ' άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και 'μεις όπως και 'σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ' το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα 'ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
 

Και πού θα πάει, Ζολιό; -θα λυώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ' ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ' τα γιαπιά
κάτου απ' τ' ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ' απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να 'ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ' η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.


Γιάννης Ρίτσος

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Τάκης Κ. Παπατσώνης - Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου


Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν' ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι' ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι' αντίς γι' αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.

Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους - και τι μπορούν ν' αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ' τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ' τα αίματα των Μαρτύρων
κι' απ' τη μανία των Μονομάχων.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν' αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι' ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ' άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Τάσος Λειβαδίτης - Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα ποῦ μυρίζει ἡ γῆ


Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος


Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

youtube
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα


Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται


Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ


Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα


Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα


Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ


Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο


Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ


Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν


Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!


Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Το τραγούδι του Αρχιπελάγους

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.


Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!