Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Νυχτερινά προνόμια
«οι άγγελοι κοιμούνται συνήθως στο πάνω πάτωμα, γιαυτό
η μητέρα μάς έλεγε να κάνουμε ησυχία το μεσημέρι»


Sleeping Child Bernardo Strozzi

Ίσως αυτή η αγάπη μας για τη ζωή είναι που μας έκανε να τα
   χάσουμε όλα
τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με τοπία του φεγγαριού
δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο
   κόσμο
ύστερα όλα τελειώνουν - πού να πας; η νύχτα σκέπασε την πόλη,
   τα χρόνια σε άλλαξαν
κι αυτοί που θα μπορούσαν να σ' αναγνωρίσουν πέθαναν ή άλλαξαν
   κι αυτοί
οι νεκροί κρατούν μικρά μπουκέτα σε κήπους που ξεχάσαμε
οι φερετροποιοί έχουν κι αυτοί καμιά φορά χαρούμενες σκέψεις
οι μεγάλοι δεν ξέρουν παρά ένα παραμύθι για όλα τα βράδια
οι ζητιάνοι πανάρχαιοι μνηστήρες των εκκλησιών
συχνά κάθομαι στη σκάλα και κοιτάζω το πεπρωμένο
κανείς δεν πιστεύει αυτά που βλέπω, τα γράφω κι εγώ και τα
   ταχυδρομώ στους μεταγενέστερους
μα όταν ένας άνθρωπος στο δρόμο γυρίσει και σε κοιτάξει με πόνο
   η μισή ανθρωπότητα έχει σωθεί
ή νοσταλγώ ένα ρόδο κι είμαι έτοιμος να πεθάνω για να το βρω –
είδα αγάλματα να σωριάζονται νεκρά σαν τους ανθρώπους
τραγούδια να πεθαίνουν χωρίς ελπίδα ανάστασης
οι άγγελοι κοιμούνται συνήθως στο πάνω πάτωμα, γιαυτό
   η μητέρα μάς έλεγε να κάνουμε ησυχία το μεσημέρι
αργότερα μεγαλώσαμε, γίναμε εραστές των νυχτερινών δρόμων,
   των μακρινών ταξιδιών και της μεσόκοπης θείας που μας χάρι-
   ζε φανταχτερές γραβάτες
πάθη, φιλοδοξίες, όνειρα – όλα τόσο μακρινά σαν να συνέβησαν σ’
   έναν άλλον
κι εγώ απλώς τα θυμάμαι –
τη νύχτα ο κόσμος δεν χάνεται μες στο σκοτάδι, αλλά τον παίρνουν
   μες στον ύπνο τους τα παιδιά
επιστρέφοντας κάθε στιγμή από ένα μεγάλο όνειρο που δε μ’
   αφήνει να δω καθαρά
σαν την κοπέλα που μόλις γύρισε απ’ τον εραστή της στο φτωχό
   πατρικό σπίτι, οι άλλοι έχουν αποφάει, κάθεται τότε μόνη στο
   τραπέζι και τρώει σιγά – σιγά τις κρύες φακές, ενώ τα μάτια της
   μεγάλα κι ασάλευτα κοιτάζουν το κενό –
κι εσείς, νεκροί μου σύντροφοι, καμιά φορά βαδίζω μαζί σας και
   το παλτό μου ανοίγει σαν φτερούγα,
ύστερα ακουμπάω κάπου κι ονειροπολώ ή μοιράζω την αστροφεγγιά
   στους άτυχους αυτού του κόσμου
κ’ η νύχτα είναι συχνά τόσο όμορφη σα να ‘χεις υπάρξει κι άλλοτε
   ή να ‘χεις πεθάνει αναρίθμητες φορές
λέξεις τρομερές σαν προδοσίες κι άλλοτε παρήγορες σαν παλιές
   φιλίες
μες στη μουσική είμαστε όλοι αιώνιοι για μια στιγμή
και το πρωί ξυπνάω συνήθως νωρίς – ακριβώς την ώρα που
   ανεβαίνω στη λαιμητόμο.

Από τη Συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», 
(Κάτω απ' τον ίδιο αστερισμό) 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 243-244