Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Διονύσιος Σολωμός — Η Ξανθούλα
Εφούσκωνε τ' αέρι/λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι/που απλώνει τα φτερά

Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάη στην ξενιτιά.


Εφούσκωνε τ' αέρι
λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά

Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη με χαρά
και αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
ως που η πολλή μακρότης
μου το 'κρυψε κι αυτό

Σ' ολίγο, σ' ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
ή του πελάγου αφρό·

και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κ' εγώ.


Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα,
δεν κλαίγω τα πανιά,
μόν’ κλαίγω για την Ξανθούλα
που πάει στην ξενιτιά.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
με τα λευκά πανιά,
μόν' κλαίω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά.

H “Ξανθούλα” ανήκει στα νεανικά ποιήματα του Σολωμού, τα οποία γράφτηκαν στο διάστημα 1818-1823. 
Ο ποιητής ήταν τότε σε νεαρή ηλικία και δοκιμαζόταν στους ρυθμούς και στη χρήση της γλώσσας, αφού η κύριά του γλώσσα ήταν η ιταλική.
Η “Ξανθούλα”
είναι ποίημα με λυρικό περιεχόμενο. Θέμα του είναι η περιγραφή των συναισθημάτων που δημιουργούνται από την αναχώρηση ενός αγαπημένου προσώπου, της Ξανθούλας, για την ξενιτιά.

Ο ποιητής αφηγείται την αναχώρηση της Ξανθούλας για την ξενιτιά, που πραγματοποιήθηκε αργά το προηγούμενο βράδυ. 

Η Ξανθούλα επιβιβάστηκε σ’ ένα καράβι με κάτασπρα πανιά και αποχαιρετούσε τους φίλους της μ’ ένα μαντίλι που κρατούσε στο χέρι. Σε λίγο το μαντίλι, τα πανιά και η μορφή της Ξανθούλας χάθηκαν, καθώς η βάρκα απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από το λιμάνι. Τότε όλοι οι φίλοι της, και μαζί μ’ αυτούς κι ο ποιητής, δάκρυσαν.
περισσότερα εδώ