Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Jacques Prévert — Στο μεγάλο ποτέ - Au grand jamais
Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα/στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ/Αυτό του τραγουδούσε

Edv. Munch, Στάχτες. 1894. Εθνική Πινακοθήκη Νορβηγίας. Όσλο.

Ακόμα ένα ποίημα του Ζακ Πρεβέρ που αφηγείται μία συνηθισμένη ερωτική ιστορία, από αυτές που βίωσαν και βιώνουν καθημερινά όσοι ερωτεύθηκαν... 
Μία ερωτική ιστορία της καθημερινότητας με χιλιοειπωμένες στερεότυπες φράσεις που ανταλλάσσουν μία γυναίκα και ένας άνδρας...

Στο μεγάλο ποτέ 

Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε

Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά

Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή

Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου

Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις

Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία

Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις

Δεν θέλω τίποτα να ξέρω

Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις

Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου

Τρομερή η πλεονεξία-σου

Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη

Καλά λέει εκείνος και φεύγει

Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα

Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω

Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες

Να τώρα είμ' ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδια να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη

Λοιπόν υπάρχει ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται τον μεγάλο-του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνάει μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνάει μια
άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου
πίσω από μια αφίσα ...
...............
Σας αφήνω να τελειώσετε εσείς την ιστορία του Ζακ Πρεβέρ.


Ζακ Πρεβέρ, Ποιήματα, μετάφραση
Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, έκδ. 4η, έκδ. Θεωρία, Αθήνα 1982, σσ. 150 -157.

Poéme / Poémes d'Jacques Prévert
Au grand jamais 

A la grande nuit au petit jour au grand jamais au petit toujours je t'aimerai

Voilà ce qu'il lui chantait

Son cœur à elle lui battait froid
Je voudrais que tu n'aimes que moi

Il lui disait qu'il était fou d'elle
et qu'elle était par trop raisonnable de lui
Au grand jamais au petit toujours au grand jour et à la petite nuit

Bien sûr
si je te dis je t'aime
je t'aime à en mourir

c'est un peu aussi pour en vivre
Et je ne veux pas dire que je n'aime que toi
que je n'aime pas partir
partir pour revenir
que je n'aime pas rire

et qu'à tes tendres plaintes je ne préfère pas ton sourire

N'aime que moi
dit-elle
ou alors ça ne compte pas

Essaie de comprendre
Comprendre ça ne m'intéresse pas
Tu as raison il ne s'agit pas de comprendre il s'agit de savoir

Je ne veux rien savoir
Tuas raison
il ne s'agit pas de savoir

il s'agit de vivre d'être d'exister
Tout ça n'existe pas
je veux que tu m'aimes
et que tu n'aimes que moi
mais je veux que les autres t'aiment

et que tu te refuses à elles
à cause de moi

Terriblement avide
Est-ce ma faute je suis comme ça

Bon dit-il et il s'en va
Au grand jamais au petit jour à la grande nuit au petit toujours

Ce n'est pas la peine de revenir
Elle a jeté les valises par la fenêtre et il est dans la rue seul avec les valises

Voilà maintenant que je suis tout seul comme un chien

sous la pluie puis il constate qu'il ne pleut pas c'est dommage c'est moins réussi enfin on ne peut pas avoir tous les soirs une tempête de

neige et le décor n'est pas toujours dramatique à souhait
L'homme laisse tomber les valises les chemises le rasoir électrique les flacons

et les mains dans les poches le col de pardessus relevé il fonce dans le brouillard il n'y a pas de brouillard mais l'homme pense

J'abandonne les bagages je fonce dans le brouillard
Alors il y a du brouillard
et l'homme est dans le brouillard
et pense à son grand amour
et remue les riolons du souvenir
et presse le pas parc© qu'il fait froid

et passe un pont et revient sur ses pas et passe un autre
pont et ne sait pas pourquoi
Des hommes et des femmes sortent d'un cinéma où

derrière une affiche il y a un prélat
Et la foule s'en va la lumière s'éteint le prêtre reste là

Qu'est-ce qu'il peut bien foutre derrière cette affiche ce prêtre-là
Comme l'homme le regarde le prêtre disparaît
mais passe de temps en temps la tête
comme le petit capucin de la petite maisonnette des très

rustiques baromètres une tête plate et livide comme une lune malade comme un trop vieux blanc d'œuf sur une assiette très

sale
Et puis après tout qu'est-ce que ça peut me foutre
Ce cinéma

c'est peut-être sa boîte de nuit à ce prêtre