Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Ο Έρωτας στην ποίησή του

Orpheus and Eurydice - George Frederick Watts
British (London, England 1817 - 1904 Limnerslease, Compton, England)
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,
Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·
πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,
και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.
………………………………………………………..
Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,
σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι
κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά
θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.

Είναι η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα. Η μεγάλη έκταση του ποιήματος, αποτελούμενου από 41 τετράστιχες στροφές (δηλαδή 164 συνολικά στίχους), δεν μας εκπλήσσει, αφού ο έρωτας αποτελεί για τον Ρίτσο μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, ένα σύνηθες μοτίβο στο τεράστιο σε ποσότητα και ποιότητα ποιητικό του έργο.
Από τα παιδικά, ανέφελα χρόνια του, ο ποιητής είχε δείξει σημάδια της ευαισθησίας του. Στη Μονεμβασιά, όπου και γεννήθηκε τον Μάιο του 1909, γινόταν ένα με τη φύση, κολυμπούσε, παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα. 
Όταν ήταν μαθητής, τα τετράδιά του των μαθηματικών ήταν γεμάτα από ήλιους κι από λουλούδια. «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» έλεγε ο ίδιος. 
............
Η Εαρινή συμφωνία, γραμμένη το 1938, αποτελεί την πρώτη εκτενή ποιητική συλλογή του Ρίτσου, με κύριο θέμα την ερωτική αγάπη. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, ανήκει στην άνοιξη και στη μουσική. 
Την άνοιξη του 1938 ο Ρίτσος, βρισκόμενος ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας, έρχεται σε καθημερινή επαφή με τη Φύση, κι εκεί προαισθάνεται τον ερχομό της προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας:

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…
Κ’ ήρθες εσύ.


«Κάθε ποιητής προσφέρει στίχους στην αγαπημένη του – αυτά είναι τα δώρα που διαθέτει. Το ερωτικό ποίημα είναι μια εκτόνωση: ναρκισσική επίδειξη, χειρονομία και γητειά. Ο έρωτας θέλει να φανερωθεί, να διαιωνιστεί, να γραφτεί στο μάρμαρο. 
Ο Ρίτσος γράφει ποιήματα, και, σαν τα ωδικά πτηνά, δεν ακούει παρά τον κελαδισμό του. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα έχει λησμονηθεί. Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», σ. 88).

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κ’ η φθορά έχει φθαρεί.
Κ’ ήρθες εσύ.
………………
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
………………
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;


O ποιητικός λόγος του Ρίτσου κυλάει σαν το γάργαρο νερό μιας αστείρευτης κι αμόλυντης πηγής. Συλλαβές και λέξεις μοιάζουν με νότες μιας επουράνιας μελωδίας. Φράσεις και στίχοι αποπνέουν μιαν άφατη τρυφερότητα, και συγχρόνως ένα πάθος φλογερό κι ασίγαστο…

Εσύ μου ’φερες
τον καινούργιο καιρό
το φως της αυγής
και το αίμα μου.
…………………
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.


Αναμφισβήτητα, η αγάπη στην Εαρινή συμφωνία έχει τη μορφή της αγιότητας.

Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ’ τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.


«Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. 
Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας. 
Ο ποιητής έχει την απόδειξη της εντελέχειάς του, πάει να πιστέψει πως είναι θεόπνευστος, αν όχι θεός. Ο οίστρος που τον κεντά τον κάνει ικανό ν’ ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα στους κοινούς θνητούς. Οι ομότεχνοί του βάζουν σε τάξη κανονικά βιώματα, μπορεί μάλιστα να υπερτερούν σε τεχνουργία και λογική συνέπεια. Ο δαίμων είναι εκείνος που δεν τιθασεύεται· αυθαδιάζει, παραληρεί, εκτροχιάζεται, υπερβαίνει τα όρια» αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89).

Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.


Από την αρχέγονη ανάγκη του άντρα να συνδέσει την αγαπημένη του με το δικό του παρελθόν, και να την κάνει να γνωρίσει τις ρίζες του, ο ιδανικός εραστής της Εαρινής συμφωνίας οδηγεί τη γυναίκα που αγαπά στη γενέθλιο γη, και την εγκαθιστά στο ερημωμένο πατρικό του σπίτι.

Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.


Στις παιδικές αναμνήσεις, η μορφή του Χριστού παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
………………………….
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας τη θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.


Η ευτυχία των δύο νεαρών εραστών της Εαρινής συμφωνίας είναι άθικτη, αράγιστη, αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!

Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης
απ’ τα σπήλαια του δάσους
μές στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.


Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια» της γυναίκας που του ’χε γράψει η Μοίρα.

Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
…………………………………………….
Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου Αγάπη.
……………………………………………
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
……………………………………..
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.
…………
Πώς θα πληρώσεις τώρα…
ένα παιδί που κοιμήθηκε
εικοσιοκτώ Απριλίους
για να ξυπνήσει στα χέρια σου;


Τώρα πια ο λυτρωμένος ποιητής υμνεί, ψάλλει το μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.

Το κορμί μας περήφανο
απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.
………………………
Μές απ’ το βλέμμα σου
αγαπημένη
κοιτάω τον κόσμο.
…………………...
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.


Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας αναπολεί με απέραντη νοσταλγία τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, λιμάνι απάνεμο η αγκαλιά της · κι εκεί βρίσκει ξανά τη χαμένη του μητέρα.

Αγάπη εσύ μου ξανάφερες
τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγανό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό
που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο
και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει.


Ο ποιητής εκστασιάζεται και παραληρεί, κυριευμένος από έναν άνευ ορίων έρωτα, από μιαν απροσμέτρητη και υπεράνθρωπη ευτυχία.

Πώς θα βαστάξουμε
στους φιλημένους ώμους μας
όλη την πλάση;
……………….
Η πλήρωση έφτασε.
Δε μένει τίποτ’ άλλο.
Τύλιξέ με.
Φοβούμαι αγαπημένη.
Πώς μπορεί η γη
να κρατήσει στα χέρια της
τόση ευτυχία;

Όμως, ο αποχαιρετισμός πλησιάζει, αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας.

Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.


Η θεϊκή τους ευδαιμονία δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες, από την άνοιξη μέχρι το τέλος του φθινοπώρου.

Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως.
…………………………..
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμών μαντήλια.


Η θνητή αγαπημένη, δίχως φωνή, βουλιάζει στην εξαθλίωση, ενώ -αντίθετα- ο ποιητής φλέγεται από έναν δημιουργικό πυρετό.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ’ τη λύπη σου
φως κ’ αίμα
τραγούδι και σιωπή.
…………………….
Ανοίχτε τα παράθυρα.
……………………….
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.


Στις Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938 – 1941) ανήκει το Γυμνό, ένα επτάστιχο θαυμάσιο ποίημα με καθαρά ερωτικό χαρακτήρα.

Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,
ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία
και στα γεροντικά πορτραίτα,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών,
μια στήλη ασάλευτο φως,
εδώ, σ’ αυτή τη θέση
που ’χες γδυθεί μια νύχτα.


Στις Ασκήσεις, μια υπέροχη ποιητική συλλογή, γραμμένη την δεκαετία 1950 – 1960, διαβάζουμε ένα θαυμάσιο ποίημα, όπου με τρόπο λιτό αλλά μεστό ο Ρίτσος υμνεί τον έρωτα. Ο τίτλος του Φως.

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.


Στην ίδια συλλογή ανήκει και το ερωτικό ποίημα με τίτλο Δύο.

Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες
τον αγέρα που χωνόταν ανάμεσα στις παλάμες μας.
Είταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.
Είταν ο χωρισμός πριν απ’ την ένωση. Δεν άκουγες.
Είσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,
τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μές στην πυρκαϊά.


Από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Ιούλιο του 1975, ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος Στεφανηφόρος», γράφει τη Φαίδρα, ένα από τα υπέροχα εκείνα αρχαιόθεμα, μυθολογικά ποιήματά του. Θεματικό πυρήνα του εκπληκτικού αυτού ερωτικού ποιήματος αποτελεί ο πασίγνωστος – ήδη από την αρχαιότητα – μύθος της Φαίδρας, θυγατέρας του Μίνωα και της Πασιφάης, και συζύγου τού Θησέα, η οποία κυριεύεται από ένα ανόσιο και παράφορο ερωτικό πάθος για τον Ιππόλυτο, γιο του άντρα της Θησέα από την πρώτη του γυναίκα, την Αμαζόνα Αντιόπη. 

Ο πανέμορφος νεαρός Ιππόλυτος, αφιερωμένος στην παρθενική Άρτεμη, τη θεά της αγνότητας και του κυνηγιού, προτιμάει τα κυνήγια του από τον έρωτα που του προτείνει η μητρυιά του, υποκινούμενη από τη θεά Αφροδίτη. Η Φαίδρα, παραφρονημένη από τον άμετρο έρωτά της, καταγγέλλει στον Θησέα τον γιο του πως δήθεν θέλησε να την βιάσει, και ο Θησέας εξοργισμένος ή τον εξορίζει ή (σύμφωνα με άλλη παράδοση) εμπιστεύεται την εκδίκησή του στον Ποσειδώνα, ο οποίος βγάζει από τα κύματα έναν τεράστιο δράκοντα, κάνει τα άλογα που σέρνουν το άρμα του Ιππολύτου να αφηνιάσουν, και τελικά προξενεί τον θάνατό του. Η Φαίδρα καταλαμβάνεται από τύψεις, και αυτοκτονεί.
Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου είναι έρμαιο της Μοίρας. Ο ποιητής το δηλώνει αυτό από την αρχή, καθώς θέτει στην προμετωπίδα του ποιήματός του, που το αφιερώνει στον Γιάννη Τσαρούχη, τους ευριπίδειους στίχους από τον «Ιππόλυτο»: «Είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». Η Φαίδρα υποκύπτει στην ερωτική μανία που της έχει εμφυσήσει η θεά Αφροδίτη. Το πάθος της δεν έχει ψυχολογικά αίτια, όπως π.χ. της Μήδειας, που αφηνιάζει από ζήλια, όταν την προδίδει ο Ιάσων, ή της Διδούς, που αλλοφρονεί, όταν την εγκαταλείπει ο Αινείας. Το πάθος της Φαίδρας είναι θεόσταλτο. Όσο για τον Ιππόλυτο, που περιφρονεί τον νόμο του έρωτα, τελικά γίνεται κι αυτός θύμα της Αφροδίτης. «Χωράει τόση οργή στις θεϊκές ψυχές;» αναρωτιέται ο μέγιστος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος, με αφορμή τον κατατρεγμό τού Αινεία από την Ήρα… («Αινειάς» Ι, 11: tantaene animis caelestibus irae?).
Στο προλογικό σημείωμα του ποιήματος, το σκηνικό του οποίου τοποθετείται σ’ ένα αρχοντικό στην Τροιζήνα, ο Ρίτσος γράφει μεταξύ άλλων: «Ανοιξιάτικο απόγευμα, πολύ ήσυχο… Στη μεγάλη…κάμαρα, μια γυναίκα, ίσως πάνω από σαράντα χρονώ, σε μια πλεχτή κουνιστή πολυθρόνα, λικνίζεται ελαφρά… Η ακρίβεια του ρυθμού δείχνει μια αυστηρή θέληση που κινδυνεύει… Κρατάει τα μάτια της κλεισμένα… Άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα. Ανάμεσα στις δυο ανοιχτές μπαλκονόπορτες… ένας μεγάλος καθρέφτης. Ένα μαρμάρινο τραπέζι…Το φως, παρ’ ότι πλησιάζει το λιόγερμα, παραμένει λευκό, διάχυτο… Άξαφνα, έξω στην αυλή, οπλές αλόγων, αλυχτήματα σκυλιών, μια νεανική φωνή, κυριαρχική. Ταυτόχρονα, ο καθρέφτης, το τραπέζι, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, πορφυρώνουν. Η γυναίκα σηκώνεται με απότομη κίνηση… Βγαίνει στο διάδρομο. Ακούγεται η φωνή της. Ίσως κάτι παραγγέλνει στην Τροφό. Επιστρέφει. Το δωμάτιο κατακόκκινο, κι αυτή κατακόκκινη. Παίρνει την πρώτη θέση της – ακίνητη τώρα. Αμέσως μπαίνει ο νέος… Όμορφος, ιδρωμένος, με ανάστατα μακριά χρυσά μαλλιά. Σίγουρα γυρίζει από κυνήγι. Χαιρετάει με σεβασμό, που δεν του λείπει κάποια αμηχανία. Η γυναίκα κοιτάζει τα εύγραμμα πόδια του, ξαναμμένα απ’ τον ήλιο… Μικρή σιωπή. Του δείχνει την πολυθρόνα αντίκρυ της. Το φως του δωματίου γυρίζει απ’ το κόκκινο προς το χρυσό μενεξελί. Τον κοιτάζει πάντα στα πόδια, όχι στο πρόσωπο… Με μια χειρονομία ανεξήγητα προκλητική, ανάβει τσιγάρο… Φυσάει τον καπνό… Μιλάει».

Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,
να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι
οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,
να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· - αυτά που δεν ξέρω,
που τα φοβάμαι.

Η Φαίδρα έχει πια παραδοθεί σ’ ένα μακρό μονόλογο, ενώ ο νέος παραμένει σιωπηλός. Κάθε λέξη της είναι πυρωμένη από αισθησιασμό.

Η αγιότητα της στέρησης –
έτσι έλεγες· - δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;).
Τι αστόχαστα λόγια –
η νίκη της θέλησης έλεγες – ποια θέληση; ποια νίκη; -
………………………………………………………….
Την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία
δεν την πιστεύω· - ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω· -


Το ανυπόταχτο ερωτικό πάθος της την ωθεί στην επιθυμία να φορέσει τα ρούχα κάποιου δούλου του, και να τον ακολουθήσει στα κυνήγια του.

Κάποτε σκέφτηκα
να φορέσω τα ρούχα ενός δούλου σου ή ενός ιπποκόμου για να ’ρθω μαζί
σου στο κυνήγι,
να σε γνωρίσω στο χώρο σου, - πώς τρέχεις, πώς σκοπεύεις, πώς σκοτώνεις,
να παρακολουθήσω τις ωραίες, ανεξάρτητες κινήσεις σου…
…………………………………………………………………
Δε σ’ το κρύβω:
πολλές φορές ονειρεύτηκα να κρυφτώ σ’ ένα θάμνο, στο δάσος,
να κινώ σαν αγρίμι τα κλαδιά, να με τοξεύσεις,
να ’μαι το σπάνιο θήραμά σου· - όταν θα μ’ έπαιρνες μετά στα χέρια
σου να με φέρεις στο αμάξι
θα ’χα στα μάτια μου λέω δυο πράσινα φύλλα για να μπορείς να σκύψεις
σιμότερα στο πρόσωπό μου.
Τι κυνηγάς, αλήθεια; Μήπως
όλα σου τα θηράματα τα προσφέρεις στην Άρτεμη; Πολύ θα το ’θελα ωστόσο
ένα φτερό σε χρώμα βαθυγάλαζο για το καπέλο μου· - ίσως θα μπορούσες
ν’ αφιερώσεις κάτι και σε μένα. Βαθυγάλαζο, ναι,
όπως τα μάτια μου, και τα δικά σου εξάλλου…
………………………………………………….
… Ίσως και συ να το ξέρεις:
τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως
για ν’ αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια· κ’ ίσως
αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια να ’ναι που δίνει
τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία
σ’ αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια…
Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο – πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες –
μια θυσιασμένη επιθυμία…
…………………………….
Τούτο το σπίτι
είναι γεμάτο απ’ τον ίσκιο σου. Το σπίτι είναι σώμα, - το αγγίζω, με αγγίζει,
κολλάει απάνω μου, τις νύχτες ιδίως…
Δεν έχω πια πού να κρυφτώ. Κλείνω σφιχτά τα μάτια
και φέγγω ολόκληρη και βλέπομαι
στιλπνή, γλιστερή, αμετακίνητη.
Το σπίτι είναι σώμα·
είναι το σώμα σου, μαζί με το δικό μου…


Ο λόγος της Φαίδρας του Γιάννη Ρίτσου κυλάει εντυπωσιακά ασυγκράτητος, ολόφωτος, πύρινος. 
Η γυναίκα βρίσκεται ολοκληρωτικά στο έλεος της Αφροδίτης. Ωστόσο, είναι υποχρεωμένη να κρύβει το πάθος της πίσω από ένα προσωπείο, κι όλο να φοβάται μήπως πέσει αυτό το προσωπείο και φανεί το αληθινό της πρόσωπο.

Βράδιασε πια. Σκοτείνιασε. Δε βλέπω τη μορφή σου. Καλύτερα. Δε βλέπω
την προσωπίδα σου (γιατί φορείς και συ προσωπίδα· αγιότητα πες την,
αγνότητα πες την – προσωπίδα). Καλύτερα έτσι. Μαντεύω μές στον ίσκιο
τον αποτροπιασμό σου. Ω ανόητε ωραίε, - να το θυμάσαι:
αυτοί που πόνεσαν πολύ γνωρίζουν να εκδικούνται…
Τι πικρά που νυχτώνει.
Βγήκαν τ’ αστέρια. Τρυπούν σαν αγκάθια…


Ένα απέραντο χάσμα χωρίζει την ερωτευμένη γυναίκα από τον παρθενικό νέο, ένα χάσμα που παραμένει κυριολεκτικά αγεφύρωτο. Και η Φαίδρα διερωτάται:

Μη τάχα προορισμός της γυναίκας είναι η γέννηση; ή μήπως
προορισμός της αθέλητος ο έρωτας; - το μαρτύριο κ’ η δόξα του ανθρώπου.
Μπορείς να πηγαίνεις.
Και στο τέλος ξεσπάει με συντριβή:
Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου,
έμπα να ξεπλυθείς απ’ τα ανόσιά μου λόγια, απ’ τα ανόσιά μου μάτια,
απ’ τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.
Ίσως κει μέσα
ν’ αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία,
την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.
Δεν αντέχω
την ύβρη της σιωπής σου…

Στο σημείωμα του επιλόγου ο Ρίτσος σημειώνει μεταξύ άλλων: 

«Σηκώνεται πρώτη…Προχωρεί προς τη μεσαία πόρτα…, εξαφανίζεται… Ο νέος φεύγει… πιθανόν προς το λουτρώνα. Η αίθουσα ολότελα άδεια, βουβή. Άξαφνα κατακλύζεται από ήχους νερού που διαρκώς δυναμώνουν, σαν κάποιος, πλάι, εκεί κοντά, παίρνει το λουτρό τού εξαγνισμού…. Λίγο αργότερα, έξω στην αυλή, θόρυβος από τροχούς άμαξας και οπλές αλόγων. Απ’ τα δεξιά μπαίνει ένας άντρας (ο Θησέας). Ανάστημα επιβλητικό, σκοτεινό. Κανείς εδώ;…. Ανάβει τη λάμπα. Πλησιάζει τη μεσαία πόρτα. Φωτίζεται το εσωτερικό. Στο δοκάρι της οροφής, η κρεμασμένη. Ένα μεγάλο χαρτί στη ζώνη της. Το παίρνει. Διαβάζει: “Ο γιος σου, ο γιος της Αντιόπης, δοκίμασε να με βιάσει”. Κραυγή. Όχι θρήνος. Κατάρα. Η τρομερή προσταγή. Συνάζονται δούλοι, αμαξάδες, η γριά Τροφός, υπηρέτριες. Ο νέος βγαίνει απ’ το λουτρό…Ακούει σιωπηλά την καταδίκη του. Γονατίζει. Έξω, στην αυλή, οι προβολείς των δύο αμαξιών…ρίχνουν σταυρωτά τις σκιές των δύο αγαλμάτων, της Αφροδίτης και της Άρτεμης, πάνω στο σώμα της κρεμασμένης».

Το βιβλίο με τίτλο Ερωτικά περιλαμβάνει ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένα μεταξύ των ετών 1980 – 81. Τα ποιήματα αυτά αποτελούν τρεις επιμέρους ενότητες: Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον, Γυμνό σώμα και Σάρκινος λόγος. Το ερωτικό στοιχείο δεσπόζει στις περισσότερες συνθέσεις του Ρίτσου, που γράφτηκαν από το 1977 μέχρι το 1985, δηλ. κατά την τελευταία δεκαετία, η οποία αναμφίβολα υπήρξε η πιο δημιουργική και της ζωής και του έργου του ποιητή.
Στα «Ερωτικά», η ερωτική αγάπη, και ως σεξουαλικό ένστικτο και ως έξαρση συναισθημάτων, δημιουργεί μέσα στην καθημερινότητα έναν ολόφωτο χώρο μαγείας, έναν χώρο ιδανικό που κανείς και ποτέ δεν είναι δυνατόν να παραβιάσει. 
Στην ενότητα Σάρκινος λόγος, εντυπωσιαζόμαστε από την παρουσία της φύσης, καθώς οι αναφορές του ποιητή σε φυτά και άνθη, σε ζώα κι έντομα, αλλά και σε μουσικά όργανα ή σε αντικείμενα τεχνολογικού πολιτισμού, κυριολεκτικά κυριαρχούν. Όλα ηχούν, παράγουν μουσική, κινούνται, μετακινούνται. Η ερωτική μέθη και η συναισθηματική ένταση των προσώπων διατυπώνονται με τις εικόνες ενός φυσιολατρικού στοιχείου που κατακλύζεται από ζωή, που βρίσκεται σε οργιαστική κίνηση και σε ερωτική έξαρση.

Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ’ ένα ποτήρι καθαρό νερό.
Το σώμα σου ένα άγριο δάσος…
Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
…………………………………………………………………
Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω,
να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με χωρέσει. 
«Σάρκινος λόγος» 11. [απόσπασμα] 

Ο Ρίτσος, σε μια συνέντευξή του στον Οζντεμίρ Ιντσέ, υποστήριξε ότι η συγγραφή ερωτικών ποιημάτων αποτελεί γι’ αυτόν αντίδοτο στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου και τη γήρανση του σώματος.

Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα.
Καλυμμένη απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ την πράξη του
έρωτα. 
«Σάρκινος λόγος» 1. [απόσπασμα] 

Και μόνον από το απόσπασμα αυτό του Σάρκινου λόγου, ο Γιάννης Ρίτσος, ο προταθείς 7 φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο κορυφαίος ποιητής στον οποίο το 1977 απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν, ο απαράμιλλος δημιουργός της Σονάτας του Σεληνόφωτος, του Επιταφίου, της Ρωμιοσύνης και γενικότερα ενός εκτενέστατου και πολυδιάστατου ποιητικού έργου, αποδεικνύεται αναμφίβολα ως ένας βαθύτατα ερωτικός ποιητής…

Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από κοντά μας τον Νοέμβριο του 1990. Και διερωτάται κανείς: «Στ’ αλήθεια έφυγε;» Πονάει, πράγματι, η έλλειψη της φυσικής παρουσίας του για όσους γνώρισαν από κοντά τον ωραίο, ερωτικό, αιώνιο, έφηβο· παραμένει όμως η ουσία της ζωής του, η Ποίηση!

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα. 
«Γυμνό σώμα» 1. [απόσπασμα] 

Και, μ’ αυτή την Ποίηση, ζούμε, ερωτευόμαστε, θυμόμαστε, ονειρευόμαστε και προσμένουμε… Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου αγγίζουν και ζεσταίνουν μ’ έναν τρόπο μαγικό τις ανθρώπινες καρδιές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στον κόσμο ολόκληρο…
Στα χρόνια που πέρασαν… 
Στα χρόνια που ζούμε… 
Στα χρόνια που θα ’ρθουν…