Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Νίκος Καζαντζάκης – Τυπικάρης (Απόσπασμα): Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε / στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος...

Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Τέχνη
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ/να γράψω/ένα στίχο, αληθινό.

AN OLD MAN IN AN ARMCHAIR
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να
σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή
μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι
είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομα μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού πάνω μου –
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον δαίμονα
μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο
καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη,
εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα
σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ
να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Ζωή Καρέλλη — Θαυμάζοντας την Πλατυτέρα
στὴν Χρυσὴ Κόγχη τῆς Ἁγίας Σοφίας, στὴ Θεσσαλονίκη.

Καθὼς ἔφευγα, ὕστερα·
σκεφτόμουνα ἐκείνους ποὺ ὅταν θὰ ἔρθουν,
θὰ σ' ἀγνοοῦν Παρθένε
καὶ θὰ δέχονται ξένοι
τὴν ἐπιβολὴ τῆς θείας ἐμορφιᾶς Σου.

Κάποτε αὐστηρή, σχεδὸν ἐπιτιμητικὴ
κι' ἄλλες φορὲς ἐνδοτική, Σύ,
ἡ γνωρίζουσα τὴ σημασία τῆς ἀνθρώπινης
ἀδυναμίας, τοῦ πόνου,
ἡ μεσιτεύουσα.

Θάρθουν ἐκεῖνοι
πού τὸ νόημα τῆς δόξας Σου
καὶ τῆς ἀγνοίας Σου τὸ μυστικό,
στὴ γνώση τους, θὰ τὸ παραμελοῦν.

Στὸ βλέμμα, στὴ λαλιά,
στὸ κράτημα τῆς κεφαλῆς,
στοῦ σώματός των τὴν ὑπερηφάνεια,
θὰ ἐπιμένουμε στῆς ἀλλαγῆς τὴ σημασία.

Δὲ θάχουν καταλάβει ἀκόμα τὸ χάρισμα
τῆς προσφυγῆς, στὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας
τῆς ζωῆς. Θὰ Σὲ κοιτάζουν
Κόρη ἀπειρόγαμη τοῦ θαύματος ἐπὶ τῆς γῆς,
δίχως νὰ συλλαμβάνουνε τὴν ἔνδοξή Σου βασιλεία.

Θάρθουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνιζόμενοι,
θὰ περιγράψουν πάλι διαφορετική,
τὴν ἀναλλοίωτή Σου καλλονή,
τὴν διαφορὰ ἀπ' τὴ μοναδικὴ Μορφή Σου.


Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» Ἀθῆναι 1969,
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — «Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν»


«Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε. Με περιμένανε όλοι, όλοι. Δεν έλειπε κανείς, ούτε και η άδεια μου καρέκλα, ούτε η πένα που θα υπόγραφα. Όλοι και όλα ήταν εκεί.

– Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι, είπα. 
– Καθίστε.
– Όχι, ευχαριστώ. Ήρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.
– Πως; Μα το πρωί… 
– Έχετε δίκιο. Όμως, πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.
– Έκανες σε κανένα κακό; Τη ρώτησα. Μου είπε: Όχι
Αγαπάς όλο τον κόσμο; Μου απάντησε, ναι
Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα
Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα.

Έτσι που ακουμπούσαν τα μάγουλά μας πάνω στα χέρια μας, είχανε τόσο τρέξει τα δάκρυα που τα μανίκια μας ήτανε μουσκεμένα. Εκείνη την ώρα δεν ζούσαμε. Ήτανε μια υπέροχη κοινωνία.
– Γιάννης Ρίτσος (…)»
--------------
(Απόσπασμα από την αφήγηση του ζωγράφου Μάνθου Κέτση, συνεξόριστου του Γιάννη Ρίτσου, για το πώς ο ποιητής αρνήθηκε την υπογραφή δήλωσης μετανοίας στο διοικητήριο των βασανιστών του στη Μακρόνησο. 
«Γιάννης Ρίτσος, Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη, έκδοση Αρχείο Κρήτης»)

antikleidi

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 076 — «Τα Μπλουζ Της Ψυχής Μου»
... τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;


ΦΩΝῌ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέσχε μοι. 
ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου τὸν Θεὸν ἐξεζήτησα, ταῖς χερσί μου νυκτὸς ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠπατήθην· ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου. 
ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμά μου. (διάψαλμα). 
προκατελάβοντο φυλακὰς οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθην καὶ οὐκ ἐλάλησα. 
διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας, καὶ ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καὶ ἐμελέτησα· 
νυκτὸς μετὰ τῆς καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλε τὸ πνεῦμά μου. 
μὴ εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπώσεται Κύριος καὶ οὐ προσθήσει τοῦ εὐδοκῆσαι ἔτι; 
ἢ εἰς τέλος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀποκόψει; συνετέλεσε ρῆμα ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν; 
μὴ ἐπιλήσεται τοῦ οἰκτειρῆσαι ὁ Θεός; ἢ συνέξει ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ τοὺς οἰκτιρμοὺς αὐτοῦ; (διάψαλμα). 
καὶ εἶπα· νῦν ἠρξάμην, αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου. 
ἐμνήσθην τῶν ἔργων Κυρίου, ὅτι μνησθήσομαι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν θαυμασίων σου 
καὶ μελετήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασί σου ἀδολεσχήσω. 
ὁ Θεός, ἐν τῷ ἁγίῳ ἡ ὁδός σου· τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; 
σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια, ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου· 


ἐλυτρώσω ἐν τῷ βραχίονί σου τὸν λαόν σου, τοὺς υἱοὺς ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ιωσήφ. (διάψαλμα). 
εἴδοσάν σε ὕδατα, ὁ Θεός, εἴδοσάν σε ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν ἄβυσσοι,
πλῆθος ἤχους ὑδάτων, φωνὴν ἔδωκαν αἱ νεφέλαι, καὶ γὰρ τὰ βέλη σου διαπορεύονται· 
φωνὴ τῆς βροντῆς σου ἐν τῷ τροχῷ, ἔφαναν αἱ ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ, ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ. 
ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί σου, καὶ αἱ τρίβοι σου ἐν ὕδασι πολλοῖς, καὶ τὰ ἴχνη σου οὐ γνωσθήσονται. 
ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ ᾿Ααρών.

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Cesare Pavese — Συνήθειες — Abitudini
Να κουράζεσαι δεν συμφέρει πια. Και να βγαίνεις έξω στο φεγγάρι,
χωρίς να σε περιμένει κανένας, δεν αξίζει τον κόπο.
Faticare non vale la pena. E uscir fuori alla luna,
se nessuno l’aspetti, non vale la pena.

John Atkinson Grimshaw – private collection. Briggate, Leeds
(last quarter of the 19th c.)
Επάνω στην άσφαλτο του δρόμου το φεγγάρι
κάνει μια λιμνούλα ήσυχη
και ο φίλος θυμάται άλλους καιρούς.
Του αρκούσε εκείνους τους καιρούς μια συνάντηση ξαφνική
και δεν ένοιωθε πια μόνος. Κοιτάζοντας το φεγγάρι,
ανέπνεε την νύκτα. Αλλά πιο φρέσκο ήταν το άρωμα της γυναίκας 

που συναντούσε, της μικρής περιπέτειας στις
αβέβαιες σκάλες. Η ήσυχη κάμαρα
και η γρήγορη επιθυμία για ζωή παντοτινή,
του γέμιζε την καρδιά. ΄Υστερα, κάτω απ΄το φεγγάρι,
με μεγάλα βήματα ζαλισμένα, γύριζε ευχαριστημένος.

Εκείνους τους καιρούς ήταν ένας μεγάλος σύντροφος του εαυτού του.
Ξυπνούσε το πρωί και πεταγόταν απ' το κρεβάτι,
ξαναβρίσκοντας το σώμα του και και τις παλιές του σκέψεις.
Του άρεσε να βγαίνει έξω κάτω απ τη βροχή
ή κάτω απ΄τον ήλιο, απολάμβανε να κοιτάζει τους δρόμους, 
να μιλά με άγνωστους. Πίστευε
ότι ήξερε ν΄ αλλάζει επάγγελμα
μέχρι την τελευταία ημέρα, κάθε νέο πρωινό.
Όταν κουραζόταν αρκετά καθόταν και κάπνιζε.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν να μένει μόνος.

Γέρασε ο φίλος κι' ήθελ' ένα σπίτι
που να τ' αγαπά πολύ, να βγαίνει έξω το βράδυ
και να σταματά στο δρόμο να κοιτάζει το φεγγάρι,
αλλά όταν επέστρεφε να βρίσκει μια γυναίκα αφοσιωμένη,
μια γυναίκα ήσυχη, να τον περιμένει υπομονετική.
Γέρασε ο φίλος και δεν τ΄ αρέσει πια να μένει μόνος.
Οι περαστικοί είναι πάντοτε οι ίδιοι∙ και το πρωί, μια έρημος.
Να κουράζεσαι δεν συμφέρει πια. Και να βγαίνεις έξω στο φεγγάρι,
χωρίς να σε περιμένει κανένας, δεν αξίζει τον κόπο.

μετάφραση & ζωγραφική: Νεοκλής Κυριάκου

Sull’asfalto del viale la luna fa un lago
silenzioso e l’amico ricorda altri tempi.
Gli bastava in quei tempi un incontro improvviso
e non era piú solo. Guardando la luna,
respirava la notte. Ma più fresco l’odore
della donna incontrata, della breve avventura
per le scale malcerte. La stanza tranquilla
e la rapida voglia di viverci sempre,
gli riempivano il cuore. Poi, sotto la luna,
a gran passi intontiti tornava, contento.

A quei tempi era un grande compagno di sé.
Si svegliava al mattino e saltava dal letto,
ritrovando il suo corpo e i suoi vecchi pensieri.
Gli piaceva uscir fuori prendendo la pioggia
o anche il sole, godeva a guardare le strade,
a parlare con gente improvvisa. Credeva
di saper cominciare cambiando mestiere
fino all’ultimo giorno, ogni nuovo mattino.
Dopo grandi fatiche sedeva fumando.
Il piacere piú forte era starsene solo.

E’ invecchiato l’amico e vorrebbe una casa
che gli fosse più cara, e uscir fuori la notte
e fermarsi sul viale a guardare la luna,
ma trovare al ritorno una donna sommessa,
una donna tranquilla, in attesa paziente.
E’ invecchiato l’amico e non basta piú a sé.
I passanti son sempre gli stessi; la pioggia
e anche il sole, gli stessi; e il mattino, un deserto.
Faticare non vale la pena. E uscir fuori alla luna,
se nessuno l’aspetti, non vale la pena.

La poesia di Cesare Pavese - Poesie del disamore
(1934 - 1938)

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Γεώργιος Βιζυηνός — Τό Μπαλουκλί

Φορητή εικόνα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής
Μουσείο του Σλίβεν, Βουλγαρία, 1834.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 8 Μαρτίου 1849, στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας.

Τὸ Μπαλουκλί
(Τὰ ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς)
(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ
ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)


Σαράντα μέρες πολεμᾷ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρῃ

την Πόλη τὴν μεγάλη.
Σαράντα μέρες ἔκαμεν ὁ ῾γούμενος τὸ ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλῃ.

Ἀπ᾿ τὲς σαράντα κι ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγῃ

τηγανισμένο ψάρι.
–Ἂν μᾶς φυλάγ᾿ ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶς ἐφυλάγει,
τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρη;

Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,

–Θεός νὰ τὰ βλογήσῃ!
Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲς στ᾿ ἀργυρὸ τηγάνι,
για νὰ τὰ τηγανίσῃ.

Τὰ τηγανίζ᾿ ἀπὸ τὴν μιά, καὶ πά᾿ νὰ τὰ γυρίσῃ

κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγιός του βιαστικὰ πετᾷ νὰ τοῦ μιλήσῃ,
καὶ τάχασεν ὁ γέρος!

–Μην τηγανίζῃς, γέροντα, καὶ μὄσχισε τὸ ψάρι

στην Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!

–Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!

Μὲ φαίνεται σὰν ψεύμα!
Μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια
νὰ πέσουν μὲς στὸ ρεῦμα!

Ἀκόμ᾿ ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι᾿ ἀπ᾿ τὸ τηγάνι,

τὴν μία μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.

Ἀκόμ᾿ ὡς τώρα πλέουνε, κόκκιν᾿ ἀπὸ τὸ μέρος,

ὅπου τὰ εἶχε ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν᾿ ἀναστηθῇ κι ὁ γέρος
νὰ τ᾿ ἀποτηγανίση.