Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών II — «Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας/«το χώμα είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»

Κυρά, μέσα στο σπίτι μας κανείς ποτέ δε μίλαγε για σένανε
όμοια καθώς δε λέγαμε «ανασαίνω για να ζήσω», μοναχά ανα-
σαίναμε,
κι όταν, φορές-φορές, η πίκρα μάς μαντάλωνε το στόμα
σε βλέπαμε να στραφταλίζεις μονομιάς πίσω απ' τους ώμους της
μητέρας
έτσι που μιάν αυγή κατηφορώντας κακοτράχαλη πλαγιά κατά τον
κάμπο
βλέπουμε την καμένη από τον πάγο αμυγδαλιά να φέγγει μέσα
στα λουλούδια της.

Το ίδιο, κι ας μην το λέγαμε, σε βλέπαμε να τριγυρνάς νοικο-
ρά στα δώματα δίχως ν' ακούγονται τα γυμνά πόδια σου
κ' είσουνα εκεί, στη σιγαλιά που κατακάθιζε στις τέσσερις γω-
νιές μετά το δείπνο
στη σιγαλιά που γίνονταν τη νύχτα ανάμεσα στην αστραπή και
στη βροντή της θύελλας
τότε που βλέπαμε απ' τα τζάμια να κρεμάν οι μουσκεμένοι Αγ-
γέλοι στ' ακροβούνια
κάτι μεγάλες ανεμόσκαλες από νερό και λάμψη.

Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας «το χώμα
είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»
στο χέρι της γιαγιάς πούκανε το σταυρό της μουρμουρίζοντας «δι'
ευχών των Αγίων Πατέρων»
στο χέρι που σταυρώνει το ψωμί με το μαχαίρι, σίγουρο και τίμιο
στη σκιά του κύρη που μας τύλιγε με μια παλληκαρίσιαν άχνα
και στο μικρό χαμόγελο της μάνας μας που το κρεμούσε πάνω
απ' το πανέρι της με τις χρωματιστές κλωστές και με τις δαχτυ-
λήθρες
την ώρα που, σα στόμα γκαρδιακό, το σπιτικό ψαλίδι, κόβοντας
το νταμωτό πουκάμισο του Μάη,
έλεγε ντροπαλά «με γεια και με χαρά σου».

Συχνά-πυκνά μάς βρίσκαν δύσκολες χρονιές κ' έμεναν άδεια του
λαδιού τα κιούπια
κ' έμεναν άδεια του σταριού τ' αμπάρια σαν την Άγια Τράπεζα
που τη διαγούμισαν οι ανέμοι και τα χρόνια
κάθε φορά που ερχόνταν κάτι ξένοι με γυαλιστερά κουμπιά και
ψηλές μπότες.

Τότες η μάνα μας κοιτούσε τ' απογέματα τ' άσπρο τετράγωνο
του φεγγαριού να σέρνεται στο πάτωμα
σαν κάποιο γράμμα που της ήρθε από μακριά, κ' έσφιγγε το πι-
κρό σαγόνι της.
Τότες το μεσονύχτι σηκωνόταν ο πατέρας μας και καθόταν στου
κρεββατιού την άκρη,
έχωνε το πηγούνι του στις φούχτες του σα δαγκωμένο βόλι
κι άνοιγε το παράθυρο και μελετούσε στ' άστρα τον καιρί και τη
μοίρα
σα ν' άνοιγε της Πλάσης τη μεγάλη Βίβλο και να διάβαζε μονα-
χός τους ψαλμούς του Δαυίδ μπροστά σε Σένα.

Τότες κ' εμείς, παιδιά, που ξαγρυπνούσαμε κρυφά κουκουλωμένοι
στη βελέντζα
ακούγαμε σαν μέσα από ξερό πηγάδι τη φωνή Σου
ακούγαμε σαν μέσα απ' την παλιά κασέλα τη ζωγραφιστή με
μαύρα κυπαρίσσια
«έννοια σου, εγώ είμαι εδώ» κι αποκοιμιόμασταν σφίγγοντας ένα
αστέρι στην καρδιά μας
και μες στον ύπνο μας ακούγαμε κάποιους που εφτάναν, κάποιους
που έφευγαν
κάτι μουγγά χτυπήματα σάμπως να κρούονταν άρματα
καψούλια που άναβαν μακριά μες στους καπνούς κ' ένα φεγγάρι
σίγουρο σαν του Νικηταρά το γόνατο
χέρια φαρδιά που σφίγγονταν κι ορκίζονταν απάνου στο σπαθί του
Μακρυγιάννη
και μισανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε ορθό τον Πρόγονο στην
πόρτα να γεμίζει τη μπασιά με την αντρειά του
σα σφουγγαράς μέσα στης νύχτας τα νερά που γύρω του γλυ-
στρούσανε των αστεριών τα ψάρια
κ' έτσι να λέει σε κάποιονε που φεύγει «καλό βόλι».

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ