Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XII
Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα/λησμόνησα νὰ ζήσω.

Still life with books by Jan Lievens - Collection Rijksmuseum, Amsterdam
Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα
λησμόνησα νὰ ζήσω.

Πίσω
ἀπ' τῶν βιβλίων τὰ κάγκελα
φυλάκισα τὰ ρόδινα
τῶν ἡμερῶν μου πρόσωπα.

Τά δάχτυλα
τῶν ἐμποδισμένων φιλιῶν
νεκρά ριγούσαν
στίς ὀπές τῶν αυλῶν.

Ποιός μάντεψε
τούς θανάτους τῶν ρόδων
καί τά δάκρυα τῶν ἀρωμάτων
μέσα στούς ἄχραντους ἤχους
καί στό ὑψηλό ἐπαρμένο μέτωπο;

Τὸ κίτρινο φέγγος
τῆς λάμπας
δάκρυζε τὸ δῶμα μου
ἐνῶ οἱ φωνές τῶν κάμπων
καὶ τῶν πουλιῶν
πλημμυροῦσαν τὴν ἀπέραντη νύχτα
τοῦ Ἰουλίου.

Ἔξω
ἡ θάλασσα καί ο οὐρανός.

Μέσα
ἡ καθηλωμένη μορφή
τά κενά χέρια

Καθὼς τὸ φεγγερό σου χέρι
διέσχιζε τὴ νύχτα
στὸ χαλασμένο ρολόι τῆς γωνιᾶς
φωσφόρισαν οἱ δεῖχτες τῆς αὐγῆς
κι ὁ νεκρός κοῦκκος
ἔλαλησε Ἄνοιξη.
(Θεέ μου, πῶς ἐσκίρτησαν
οἱ ἀκίνητες κουρτίνες!)

Οἱ πεθαμένες μου ἡμέρες
δέν εἰχαν πεθάνει.
Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη θύρα
σιωπηλές
καθὼς ἀνέραστα κορίτσια
σὲ προσμέναν.

Πῶς θὰ πληρώσῃς τώρα
ἕνα θάνατο ποὺ ἐνταφιάστηκε
κάτω ἀπὸ τὴ θωπεία σου;
ἕνα παιδί ποὺ κοιμήθηκε
εἴκοσι ὀχτώ Ἀπριλίους
γιὰ νὰ ξυπνήσῃ στὰ χέρια σου;