Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Γ. Βερίτης - Ο Γυρισμός

Κι είπε ο Χριστός στο πλάσμα του: 
«Τι θες, παιδί τ’ ανθρώπου;
Φως και χαρά; Γλυκούς καρπούς ευλογημένου κόπου;
Έλα κοντά μου. 
Τι ποθείς; Ψυχής γλυκιά γαλήνη;
Δύναμη θες; Ανάπαυση; Παρηγοριά; Να γίνει
παραδεισένια σου η ζωή, χερουβική υμνωδία;
Έλα κοντά μου. 
Το φτερό ξολοθρευτή θανάτου, το σκοτεινό, το μαύρο,
δε θα σ’ αγγίξει της ζωής τη θεϊκή αρμονία,
στου ματωμένου μου Σταυρού τον ίσκιο αποκάτου».

Κι είπεν αυτός: «Όσα ποθώ μακριά από σε θα τάβρω».
Και τράβηξε κάποιο στρατί και κάποιο μονοπάτι,
που διάλεξε μεσ’ στης τρελής χαράς του το μεθύσι,
και του φαινόταν πως εκεί λουλούδιαζαν και οι βάτοι
και πως για αυτόν ανοίχτη πια της ευτυχίας η βρύση.

Για ιδές ανθοί που στρώσανε την γη στο πέρασμά του.
Για ιδές! και το στραβό στρατί που διάλεξε γιορτάζει,
θαρρείς, κι αυτό με λούλουδα χαράς την λευτεριά του.
Κι αυτός χορεύει και σκιρτά και τραγουδά και κράζει:

«Όλα καλά κι όλα γλυκά κι όλα όμορφα δω πέρα».
Κι αμέριμνα κι αφρόντιστα και δίχως συλλογή
γυρίζει ολούθε ξέγνοιαστα σ’ αυτή την ξένη γη.

… Μα μέρα με την μέρα
γιατί μαραίνονται οι ανθοί και πέφτουν τα λουλούδια;
Γιατί λιγόστεψε η χαρά και παύουν τα τραγούδια;

Γιατί στο μονοπάτι δε βλέπει πια να ανθοβολούν,
καθώς περνά, κι οι βάτοι;
Πως έπαψε έτσι ξαφνικά να λουλουδίζ’ η γη του
και τα αγριοβόρια μάραναν τα στερνολούλουδά της;
Μέσα στα στήθια του γιατί θρηνολογά η ψυχή του,
κι είναι πικρό, σπαραχτικό, το θρηνολόγημά της;
Μαύρο σκοτάδι πλάκωσε και τούφραξε το δρόμο.
Μέσα του, ολόγυρά του,
όλα γεμάτα απελπισία και παγωνιά θανάτου,
κι όλα γεμάτα τρόμο.
Κι αυτός ορμά ξανά μπροστά και τρέχει στα σκοτάδια.
Γυρίζει εδώ, γυρίζει εκεί κάμπους, βουνά, λαγκάδια,
χτυπιέται και ματώνεται
και πέφτει και σηκώνεται
και δος του τρέχει πάλι.
Θολή η ψυχή, θολός ο νους…. αχ ! που θε να τον βγάλει
τούτος ο δρόμος ο τραχύς; 

Μέσ’ στο φριχτό σκοτάδι
ανατριχιάζει νιώθοντας κρύο θανάτου χάδι.
Μα μέσα στο στροβίλισμα και στην ανεμοζάλη,
σα μακρινός αντίλαλος απ’ της ψυχής τα βάθη
αναδευτήκαν του Χριστού κείνα τα λόγια πάλι,
αρμονικά, γλυκά, απαλά. Και τάκουσε και εστάθει.
Κι είπε: «στον ίσκιο του Σταυρού δεν κάθισα ποτέ.
Να δοκιμάσω τώρα;
Μην τύχη κι είν’ αληθινά τα λόγια σου, ω Χριστέ;
Μην είν’ τα λόγια που οδηγούν στην μαγεμένη χώρα,
στη χώρα εκείνη που αντηχούν τα αγγελικά ωσαννά;»
και ξαναγύρισε δειλά….

Κι έλεγε μέσα του: «άραγε θα με δεχτεί ξανά:…»
Μα ως έφτασε και στύλωσε προς το Σταυρό το βλέμμα,
Τον βλέπει - απίστευτη χαρά – να του χαμογελά,
και με ανοιχτά τα χέρια, χέρια σκαμμένα από καρφιά, 
χέρια που στάζαν αίμα,
και με στοργή που θαύμαζαν τα αγγελοπεριστέρια,
τον προσκαλούσε στην θερμή και στοργική του αγκάλη
και του ξανάλεγε γλύκα: 

«Έλα κοντά μου, πάλι.
Μείνε κοντά μου. Μια φορά παιδί παρακοής
και γιός της πλάνης ήσουν
σαν γύριζες στις αγκαθιές τριβολιασμένης γης.
Τώρα, στολή βασιλική οι άγγελοι θα σε ντύσουν,
κι αγαπημένο μου παιδί θα γίνεις,
γιος της ειρήνης».