Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης - Ήλιος ο Πρώτος (XVI) - “Sun the First” - Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

"Sunrise In Youghal" - an original painting from the Collection "The Idyllic Nature"

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.
Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!


Το 1943, χρονιά που εκδόθηκε η συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Ήλιος ο Πρώτος», οι Έλληνες δοκιμάζονταν σκληρά από την ανηλεή Γερμανική Κατοχή, γεγονός που καθιστούσε την απελευθέρωση της χώρας ζητούμενο και προσδοκία όλων. 
Συνάμα, όμως, η ελληνική κοινωνία συγκλονιζόταν κι από μιαν ακόμη διαφαινόμενη ελπίδα, αυτή της πλήρους αναμόρφωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών μέσω της ολοένα ενισχυόμενης κομμουνιστικής ιδεολογίας. 
Έτσι, το μήνυμα του ποιητή για τον ερχομό της «ωραίας πολιτείας», για τον ερχομό της προσδοκώμενης αλλαγής, ήταν όχι μόνο ευπρόσδεκτο, μα και αναγκαίο, για να ενισχυθεί το κλονισμένο ηθικό των Ελλήνων.
Οι ελπιδοφόροι στίχοι του Ελύτη, βέβαια, ξεπερνούν κατά πολύ τη χρονική συγκυρία και τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν, καθώς η σκέψη πως το όραμα κι οι επιθυμίες των ανθρώπων μπορούν να υλοποιηθούν κάποια στιγμή -Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα- καλύπτει μιαν ανάγκη διαχρονική.

«Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.»

Ανάλυση
Ο Οδυσσέας Ελύτης, που προσέφερε με το έργο του μια ανατρεπτική θέαση της ποιητικής πραγμάτωσης, γνωρίζει καλά πως κάθε καίρια αλλαγή προκύπτει χάρη σ’ εκείνους που τολμούν να ονειρευτούν και να επιδιώξουν όσα στους άλλους μοιάζουν ουτοπικά ή ακόμη και ανεπιθύμητα. Γνωρίζει πως οι πρωτοπόροι κάθε κοινωνίας, όπως άλλωστε κι οι αγωνιστές, αντιμετωπίζονται από εκείνους που έχουν υποταχθεί στη δύναμη των παγιωμένων καταστάσεων, ως αιθεροβάμονες που επιζητούν ανέφικτες ανατροπές. 
Γνωρίζει πως μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες για να προκύψει μια επιδιωκόμενη αλλαγή -όσο μικρή ή παράτολμη- είναι να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις κι η πολεμική εκείνων που από φόβο ή δειλία αδυνατούν να δεχτούν τα οφέλη από την ανατροπή όσων μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσαν γι’ αυτούς τη μόνη οικεία πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι, επομένως, που διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους και δεν διστάζουν να διεκδικούν ριζικές ή κάποτε και τελείως απαραίτητες βελτιώσεις στη ζωή τους, είναι αναγκασμένοι να δέχονται τα χτυπήματα όχι μόνο εκείνων ενάντια των οποίων αγωνίζονται, μα και μιας μεγάλης μερίδας των συμπολιτών τους, οι οποίοι παρά το γεγονός πως συνυπάρχουν στις ίδιες συνθήκες καταπίεσης, ανέχειας και υποδούλωσης, δεν έχουν το απαραίτητο ηθικό σθένος για να δεχτούν πως η «απελευθέρωση» είναι εφικτή∙ κυρίως γιατί ο δρόμος προς αυτή είναι στρωμένος με δύσκολους αγώνες και σημαντικές απώλειες.
Οι οραματιστές κι οι αγωνιστές, λοιπόν, της κοινωνίας -κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής- χρειάζονται, όχι μόνο την πνευματική εκείνη ελευθερία που θα τους επιτρέψει να διακρίνουν τις δυνατότητες πίσω και πέρα από κάθε εμπόδιο, μα και τη δύναμη να αντέξουν τις αλλεπάλληλες αντιδράσεις, καθώς και τη συνεχή προσπάθεια, μέχρι να δουν το όνειρό τους να υλοποιείται. Κι είναι αυτό το στοιχείο που συγκινεί τον ποιητή απέναντι στους συνανθρώπους του που δεν παύουν να αγωνίζονται.
Μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να δίνουν την εντύπωση πως είναι αεροβάτες, που έχουν ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα και άρα ελάχιστα αποθέματα ψυχικής δύναμης, μα η αλήθεια τους είναι τελείως διαφορετική. Είναι σε θέση να οραματίζονται ακριβώς γιατί το όνειρο κι η ελπίδα έχουν σφυρηλατηθεί μέσα τους με πόνο και αγωνία τέτοιας έντασης, ώστε η υπόστασή τους να έχει καταστεί πλέον ακλόνητη. Τα υλικά που συνθέτουν τους ανθρώπους με τα πιο παράτολμα όνειρα, είναι πέτρες, σίδερο, φωτιά και αίμα∙ είναι τα πιο σκληρά και τα πιο σταθερά υλικά, που έχουν πάρει το βάπτισμά τους στην απώλεια, στην απογοήτευση, μα και στην απαντοχή.
Αν στους άλλους μοιάζουν να στερούνται ερεισμάτων λογικής και ηθικής, επειδή έχουν το «θράσος» να διεκδικούν δυσεπίτευκτες αλλαγές∙ αν στους άλλους δίνουν την εντύπωση πως είναι φτιαγμένοι από «σκέτο σύννεφο», επειδή ό,τι αποζητούν μοιάζει επικίνδυνα νεφελώδες και ανυπόστατο, αυτό δεν είναι παρά μια παραπλανητική εντύπωση. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δομήσει την προσωπικότητα και τη θέλησή τους παλεύοντας για χρόνια αρνήσεις και δυσκολίες. Έχουν νικήσει μέσα τους την αμφισβήτηση χιλιάδες φορές, προτού αποδώσουν φωνή και πράξεις στις προσδοκίες τους.
Μόνο ο Θεός το ξέρει πώς έχουν περάσει τις μέρες και τις νύχτες τους, πόσες φορές έχουν φτάσει στην πλήρη απόγνωση κι έχουν επανακάμψει, πόσες φορές έχουν εγκαταλείψει, μόνο για να γυρίσουν ξανά πιο δυνατοί. Έτσι, εκείνοι που τους λιθοβολούν και τους αποκαλούν αεροβάτες, δεν γνωρίζουν καθόλου πόσο πολύ έχει δοκιμαστεί κι έχει ισχυροποιηθεί μέσα τους η απόφαση να δράσουν και να επιτύχουν το ανέφικτο που επιθυμούν.

«Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.»

Ο ποιητής με τη χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου στην πρώτη στροφή εντάσσει τον εαυτό του στη χορεία των οραματιστών, που διεκδικούν την αναγέννηση της πολιτείας. Ενώ, στη δεύτερη στροφή, απευθύνει το λόγο σ’ έναν φίλο και ομοϊδεάτη, θέλοντας να παρουσιάσει με μεγαλύτερη έμφαση την αγωνιώδη ψυχική δοκιμασία όσων, όπως κι ο ίδιος, πόθησαν την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης. Μέσα, λοιπόν, από τα λόγια παραμυθίας που ακολουθούν καθίστανται ορατές οι διακυμάνσεις κι οι δοκιμασίες εκείνων που δεν έπαψαν να προσδοκούν και να επιδιώκουν την καλυτέρευση της ζωής και την αποτίναξη των δεσμών.

Συνεχίζοντας ο ποιητής την καταληκτική σκέψη της πρώτης στροφής, πως μόνο ο Θεός ξέρει πως περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους, μας δίνει μιαν εικόνα από τα αγωνιώδη ξενύχτια, που συνοδεύουν την απροθυμία παράδοσης στην αδράνεια του συμβιβασμού. Όταν, λοιπόν, η νύχτα ανάβει την ηλεκτρική οδύνη του ανήσυχου ανθρώπου, γίνεται αίφνης ορατό το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται και διακλαδώνεται στην πόλη. Τα νυχτερινά φώτα στα σπίτια εκείνων που ξαγρυπνούν λειτουργούν ως δείκτης εντοπισμού των αδέσμευτων ψυχών∙ των ψυχών που δεν μπορούν να αφεθούν στην εύκολη λήθη του ύπνου.
Άνθρωποι που ξαγρυπνούν με αναμμένα τα φώτα, μα και άνθρωποι που βρίσκονται διαρκώς σε μια στάση ικεσίας, παρακαλώντας τη λευκή -και άρα αγνή- Ιδέα να πραγματωθεί επιτέλους, ανατρέποντας... 
...............
η συνέχεια εδώ: latistor