Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Ἆσμα Ἀσμάτων - «ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη» - Song of the Songs

Άσμα Ασμάτων, ξυλογραφία του Τάσσου
για τη μεταγραφή του Γιώργου Σεφέρη, 1965.
Τραγούδι Δ'

Η ΝΥΦΗ
Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Φωνή του αγαπημένου· χτυπά την πόρτα.
-«άνοιξε, αδερφή μου, ταίρι μου,
περιστέρα μου, πανέμνοστή μου,
τι το κεφάλι μου το νότισε η δροσιά
και τους βοστρύχους μου τ᾽ αγιάζι της νυχτός».
-«Γδύθηκα το χιτώνα μου, πώς να τον φορέσω;
Ένιψα τα πόδια μου, πώς να τα λερώσω;»
Έσυρε το χέρι του ο αγαπημένος στης κλειδωνιάς το μάτι3
και θροήθηκαν τα σπλάχνα μου γι᾽ αυτόν.
Σηκώθηκα ν᾽ ανοίξω στον αγαπημένο μου·
έσταξε σμύρνα από τα χέρια μου,
τα δάχτυλά μου γέμισαν σμύρνα
σαν άγγιξα το μάνταλο της κλειδωνιάς.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου·
ο αγαπημένος είχε περάσει·
βγήκε η ψυχή μου ακολουθώντας τον·
τονε ζήτησα και δεν τον βρήκα,
τονε φώναξα, δε μ᾽ άκουσε.
Μ᾽ ήβραν οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πολιτεία,
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
πήραν τη μαντίλα μου από πάνω μου
αυτοί που φυλάγουν τα τείχη.
Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
στις δύναμες και στις ορμές του αγρού
α βρείτε τον αγαπημένο μου τι θα του πείτε;
Πως είμαι λαβωμένη της αγάπης.

Ο ΧΟΡΟΣ
Μα τι έχει ο αγαπημένος σου, πάνω απ᾽ τους άλλους,
συ πεντάμορφη;
Μα τι έχει ο αγαπημένος σου πάνω απ᾽ τους άλλους
για να μας εξορκίζεις τόσο;

Η ΝΥΦΗ
Ο αγαπημένος μου λάμπει και ροδίζει,
διαλεχτός στους μύριους·
το κεφάλι του είναι λαγαρό χρυσάφι
βάγια οι βόστρυχοί του
μαύροι σαν κοράκι.
Τα μάτια του είναι περιστέρια
στα νερά στ᾽ αυλάκια,
λούζονται στο γάλα
κάθονται στις γούρνες.
Τα μάγουλά του είναι βραγιές μυριστικά
θήκες αρωμάτων·
τα χείλια του είναι κρίνα
και σταλάζουν σμύρνα·
τα χέρια του είναι μάλαμα βραχιόλια
χρυσόλιθους γεμάτα·
είναι φίλντισι η κοιλιά του
με ψηφιά ζαφείρια·
τα πόδια του είναι μάρμαροκολόνες
με χρυσά θεμέλια.
Η όψη του είναι σαν το Λίβανο,
διαλεχτή σαν το κέδρο·
τα λόγια του είναι γλυκασμός
κι ολόκληρος είναι επιθυμία.
Αυτός είναι ο αγαπημένος μου
κι αυτός το ταίρι μου,
θυγατέρες της Ιερουσαλήμ.

Τραγούδι Ϛ'

Ο ΧΟΡΟΣ
Ποια είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθισμένη
ακουμπώντας στον αγαπημένο της;

Ο ΑΝΤΡΑΣ
Κάτω απ᾽ τη μηλιά σε ξύπνησα
εκεί που η μάνα σου σε γέννησε,
εκεί που πόνεσε και σε γέννησε.

Η ΝΥΦΗ
Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου,
ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου·
είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο
και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη·
οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς,
φλόγα του Θεού.
Νερά ποτάμια δεν μπορούν
να σβήσουν την αγάπη.


Αρχαίο Κείμενο

ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.
φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου, κρούει ἐπὶ τὴν θύραν
ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου,
περιστερά μου, τελεία μου,
ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου
καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός.
ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσωμαι αὐτόν;
ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς;
ἀδελφιδός μου ἀπέστειλεν χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀπῆς,
καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν.
ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου,
χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν,
δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη
ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου.
ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου,
ἀδελφιδός μου παρῆλθεν·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτόν καὶ οὐχ ὑπήκουσέν μου.
εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει,
ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με·
ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾽ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων.
ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
ἐν ταῖς δυνάμεσιν καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσιν τοῦ ἀγροῦ,
ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ;
ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ.

τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν;
τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς;

ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ πυρρός,
ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων.
κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καὶ φάζ,
βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ.
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς περιστεραὶ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων
λελουσμέναι ἐν γάλακτι,
καθήμεναι ἐπὶ πληρώματα.
σιαγόνες αὐτοῦ ὡς φιάλαι τοῦ ἀρώματος φύουσαι μυρεψικά,
χείλη αὐτοῦ κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη.
χεῖρες αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσείς.
κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου.
κνῆμαι αὐτοῦ στύλοι μαρμάρινοι
τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς·
εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος, ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι.
φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία.
οὗτος ἀδελφιδός μου
καὶ οὗτος πλησίον μου, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ.


τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκαθισμένη,
ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδὸν αὐτῆς;

ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε·
ἐκεῖ ὠδίνησέν σε ἡ μήτηρ σου,
ἐκεῖ ὠδίνησέν σε ἡ τεκοῦσά σου.

θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,
ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου·
ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος·
περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς·
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν.

Το Ἆσμα Ἀσμάτων, "ωραιότατο άσμα" είναι ένα λυρικό τραγούδι με διαλογική μορφή και ερωτικό περιεχόμενο: το έργο ειδικότερα περιγράφει τον πόθο δύο αποχωρισμένων εραστών και την επανένωσή τους παρά τα εμπόδια που παρεμβάλλονται. 
Τα πρόσωπα που λαμβάνουν τον λόγο είναι η Νύφη, ο Άντρας και ένας Χορός γυναικών, σε δύο περιπτώσεις ίσως και Χορός ανδρών. 
Η λογική σύνδεση και κατά συνέπεια η διάκριση των μερών του ποιήματος δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις σαφής. Ορισμένοι μελετητές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν αυτήν ακριβώς τη χαλαρή σύνδεση του Άσματος, διετύπωσαν την υπόθεση ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ανθολογία ερωτικών ή γαμήλιων ασμάτων χωρίς ιδιαίτερη συνοχή μεταξύ τους. 
Όσοι αντίθετα υπερασπίζονται την ενότητα του ποιήματος επισημαίνουν την παρουσία των ίδιων προσώπων από αρχής μέχρι τέλους του έργου, καθώς επίσης την ομοιότητα του ύφους και των εικόνων. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για ενιαίο ποίημα είτε για επιμέρους άσματα, οι επαναλήψεις και οι παραλλαγές πάνω σε συγκεκριμένα ερωτικά θέματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το έργο παραδόθηκε προφορικά (πιθανώς απαγγελλόταν σε γαμήλιες τελετές), έως ότου κατεγράφη και απέκτησε την τελική του μορφή κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 450-400 π.Χ. (για την χρονολόγηση της μετάφρασης των Ο' βλ. το σχόλ. 1 στο προηγούμενο Κείμενο του Εκκλησιαστή). Αν και το περιεχόμενο του Άσματος είναι αναμφισβήτητα ερωτικό, ενσωματώθηκε στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα, επειδή ερμηνεύτηκε αλληγορικά: οι Εβραίοι είδαν στο Άσμα μια παράσταση της σχέσης του Γιαχβέ, δηλαδή του Θεού, προς τον περιούσιο λαό του Ισραήλ, ενώ οι χριστιανοί τη σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία.

Στο παραπάνω αποσπάσματα η Νύφη ακούει τη νύχτα τον αγαπημένο της να χτυπάει την πόρτα. 

Γεμάτη πόθο σηκώνεται να του ανοίξει, αλλά ο αγαπημένος της έχει φύγει. Τον αναζητεί μάταια σ᾽ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ, οι φύλακες την χτυπούν και την εμπαίζουν. 
Ακολουθεί o"έπαινος" του Άντρα από τη Νύφη (είχε προηγηθεί ο "έπαινος" της Νύφης από τον Άντρα στο τρίτο Τραγούδι). Στο δεύτερο απόσπασμα η ένωση έχει πραγματοποιηθεί και οι δύο εραστές ανταλλάσσουν λόγια αγάπης.
*****************
Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.


Σχόλια Χρήστου Γιανναρά


ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.

Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.

Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι. Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.

Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;

Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;

....................
η συνέχεια εδώ