Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Νικηφόρος Βρεττάκος - Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ
Nikiforos Vrettakos - Cantata to Robert Openheimer

Central Square branch of the Cambridge Public Library

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μιλά για το ποίημα
και διαβάζει αποσπάσματα.

Προτιμώ την αγωνία της πόρνης, την αγωνία του ληστή,
την αγωνία των ιερόσυλων,
που ο Κύριος ασφαλώς θα τους περάσει στη βασιλεία
των ουρανών,
χωρίζοντας τα πρόβατα από τα ερίφια,
βάζοντά σας στην πάντα,
στην κορυφή ενός κίτρινου λόφου από δεκανίκια
με τα μαλλιά στο μέτωπο σαν συννεφιά από μπρούντζο.

Τόσο ψηλά ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας; Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του; Πάνω του τις καταιγίδες;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό
της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
το σκοτάδι
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχει και σεις,
σα να μην είμαστε, φίλε Οπενχάιμερ, παρά
λίγη άμμος στη φούχτα σας,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
τις χύτρες μας,
τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
Οπενχάιμερ
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του που πήγαιναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
απ' την πρώτη σας έκρηξη;

Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ,
το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.




Κι η μέρα σας, φίλε Οπενχάιμερ, τέλειωσαν έτσι.
Σας ζυμώσαμε το ψωμί και λυπόμαστε.
Μας κάνει κόπο το σάβανο που θα τυλίξουν το σώμα σας
να σας βάλουν στο χώμα.
Σας εγκαλούμε, χωρίς να μας χρειάζεται ο λόγος σας, ούτε
το δάκρυ σας, ούτε η σιωπή σας. Φίλε Οπενχάιμερ,
το πνεύμα σας
δεν έγινε αστέρι, αλλά νύχτα. Δεν φαίνεται πια.


Τι μας χρειάζονται οι αμαρτίες; Την έχουμε την απολογία σας.
Μας την είπατε την αλήθεια σας. Μας δείξατε
την αλήθεια σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων.

Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί κι εσείς, πεσμένος,
με σωριασμένο πάνω της το πρόσωπό σας,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί ,
ενώ το στήθος σας φέγγει (μυριάδες κεριά,
του κάκου στο βάθος σας προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας, ανάμεσα απ' τη θλίψη σας).
Κλαίτε φίλε Οπενχάιμερ; Περιμένετε τίποτα; Όχι.
Όχι, φίλε Οπενχάιμερ, δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ' αυτόν το νεκροθάλαμο.


Φίλε Οπενχάιμερ! Φίλε Οπενχάιμερ!
Μην κλείνετε τα παράθυρα.
΄Ατυχε Προμηθέα, που σούκλεψαν το φως από τα χέρια σου
και διάλεξες το βράχο μόνος σου! ΄Ωρα να φύγουν όλοι,
ώρα ν' αδειάσουνε τα πλήθη την καρδιά μου και να βαδίσουν
στα έθνη τους.

..............
Δεν ανηφόρισα ως τον τόπο του Κρανίου, Ρομπέρτ,
δεν έκαμα τίποτα για κανέναν, δεν σύντριψα,
στον κόσμο τούτο, ακόμη, το πήλινό μου εγώ,
που κομματιάζει την ενότητα, σκοτώνει την αγάπη .

Τι θέλω, πως μπήκα στο κελί σου λοιπόν;
Γιατί δε με διώχνεις Ρομπέρτ;
.................
Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοιταξέ τον.

Αν σου δροσίζουνε τ' αστέρια την ψυχή,
δεν είμαι αυτός που θα σταθεί μπροστά τους.
( Κι αυτή η φωνή μου θα χαθεί. Κανένας δεν ξέρει).

Όταν δεν θάμαστε πια παρά σκόνη στις ρίζες των λωτών
κι ανθάκια στις πορτκαλιές της Καλιφόρνιας
και της Σπάρτης
ίσως άλλα πουλιά να κελαηδήσουν και για μας φθόγγους
συγγνώμης
ίσως να μη βαρύνουν μ' ασήκωτες πέτρες.
Αν σας έμεινε χώρος ν' αναπαυθείτε, ξαπλώστε.
Αν μπορείτε να δέχεσθε τον αγέρα χωρίς νάχετε τίποτα
να δώσετε σε τούτη τη γη,
ανοίχτε το παράθυρό σας ν' άνασάνετε.
Ανάφτε την πίπα σας και καθίστε.
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Όσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχυα με λαμπερές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.
.................
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1929-1957
ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
ΔΙΟΓΕΝΗΣ , ΑΘΗΝΑ 1972


ολόκληρο το ποίημα εδώ: eirinigalinou