Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Ὕμνοι — Μαρία καθαρώτατον, χρυσοῦν θυμιατήριον ...

Ιταλοβυζαντινό (;) αντίγραφο του 13ου αιώνα της Παναγίας Αγιοσορίτισσας.
Διαστάσεις 65 Χ 103 εκ. Σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία
Chiesa di Santa Maria Maggiore, Τίβολι.
Μαρία καθαρώτατον, 
χρυσοῦν θυμιατήριον, 
τῆς ἀχωρήτου Τριάδος, 
δοχεῖον ὄντως ἐγένου, 
ἐν ᾧ Πατὴρ ηὐδόκησεν, 
ὁ δὲ Υἱὸς ἐσκήνωσε, 
καὶ Πνεῦμα τὸ Πανάγιον, 
ἐπισκιάσαν σοι Κόρη, 
ἀνέδειξε Θεοτόκον.

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών XIII
Ψηλά βλογάει τα σπίτια ο Παντοκράτορας όπως βλογάει ο πατέ/ρας το καρβέλι//και πάνου από το τζάκι κρέμεται το καριοφίλι σταυρωτά με τη/φλογέρα.

Άφιξη του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Φάληρο με τον ελληνικό στόλο
Βολανάκης Κωνσταντίνος
Κυρά, σε τριγυρίζουν οι κωλοφωτιές με τα μικρά φανάρια τους
ο ίσκιος της καρυδιάς βουλιάζει σαν ταψί στ' αγριοχόρταρα
και πάνου στην ποδιά της σιγαλιάς πέφτουν τα βελανίδια.

Ποιο παραθύρι ανοίγει η κορασιά δίχως ν' αγκυλωθεί μ' ένα άστρο
ποιος τοίχος της Ελλάδας δίχως να σταθεί σαν της παλληκαριάς
    το στέρνο
ποια μαχαιριά χωρίς κραυγή και ποια κραυγή χωρίς τραγούδι;

Κουμπώνουν τ' άστρα με δυο ολόχρυσες σειρές κουμπιά τη στρά-
    τα σου
αράδα - αράδα οι ώρες στέκουν στρογγυλές σαν τα κεφαλοτύρια
    στο πατάρι
σωπαίνουν μες στην κάβα τα βαρέλια σα γελάδες ετοιμόγεννες
τ' αμπάρια είναι ήσυχα όπως είν' τα σύγνεφα μέσα στη νύχτα
και στη σκεπή το φίδι του σπιτιού κοιμάται σαν την άγκυρα μες
     στο καράβι.

Ψηλά βλογάει τα σπίτια ο Παντοκράτορας όπως βλογάει ο πατέ-
    ρας το καρβέλι
και δίπλα σου, Κυρά των Αμπελιών, λαφροπατά η μεγάλη Αρ-
    κούδα
και πάνου από το τζάκι κρέμεται το καριοφίλι σταυρωτά με τη
    φλογέρα.

Έτσι να κάνει να τραβήξει ο άπιστος τρίχα από τη σιγαλιά του
    σταροχώραφου
έτσι να κάνει να πατήσει το ζουνάρι του Καπτάν - Μεσολογγιού
θα τιναχτούν από ψηλά βιγλάτορες τα κυπαρίσσια
θα συναχτούνε τα κατάρτια των καϊκιών του Διγενή κοντάρια
κοχύλες απ' τα πέλαγα κ' ελιές απ' τις ραχούλες
να φράξουν τη μπασιά του κάστρου της Αμίλητης
κι αγγέλοι με καπότες ρουμελιώτικες θα κάτσουν μπρος στα κα-
    ραούλια
και γιομιτζήδες Άγιοι στη ράχη τους θα κουβαλήσουν τα κανόνια
    του '21.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών XII / «να 'ρθει η Αρετούσα να 'μπει στο χορό με τους Καπεταναίους / ν' αστράφτουν τ' άρματα στην όψη της κι αυτή ν' αστράφτει στ'
άρματά τους.»

Χατζημιχαήλ Θεόφιλος - Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, 1928
Ήλιος πεσμένος μπρούμυτα ναν του ψειρίζουν το κεφάλι οι πι-
    κροδάφνες,
ο αγέρας έλυσε μεμιάς της κερασιάς τους κόμπους
το μυστικό ξετύλιχτο στην ανοιχτή φτερούγα του μελισσουργού
μια ντουφεκιά στον ουρανό, δυο πούπουλα στον ώμο της λιακάδας —
ζευγάρωσαν τα ελάτια με τα φλάμπουρα
κ' οι πέτρες με το χνούδι της δροσιάς φέξαν τα μονοπάτια.

Κυρά των Αμπελιών, οι σπόροι ανακλαδίζονται κάτου απ' τα
    πόδια σου,
σου κρέμονται στις πλάτες τα μαλλιά σαν πλατανόριζες —
άντε, κυρά ροδακινιά, βγάλε σεργιάνι τα πουλιά και στη βοσκή
    τα σύγνεφα
δέσε δυο πήχες ίσκιο ολόγυρα στου κάμπου τον καψαλιασμένο
    σβέρκο — κοίτα
κοντανασαίνει ο ζευγολάτης βγάζοντας της λυγαριάς την πουκαμίσα,
δυο πελεκάνοι κουβαλάνε απ' το καμπαναριό την αχυρένια τους
    φωλιά ναν τη φορέσεις ψάθα.

Άιντε, Κυρά, λαχάνιασαν οι καστανιές της Κρήτης
για φέρε ένα φλασκί με τσίπουρο και δυο λαγούτα μαντινάδες
πέντε πεσκίρια γλάρου απ' τη βραχοσπηλιά της Νάξος για να
    στρώσεις το τραπέζι μας
τί καλοκαίριασε, Κυρά, και πια δε νταγιαντιέται η πίκρα.

Νάτες οι νιόνυφες μηλίτσες σαπουνίζουν το ποτάμι,
οι χήρες δέσαν βρακοζώνα τους το μεσημέρι μ' όλα τα τζιτζί-
    κια του
κι αχ η μικρούλα η ανύπαντρη δρώνει - ξιδρώνει (τι να πεις;
     μαλαματένια και σγουρή,)
στα δυο βυζιά, στα δυο βυζιά της (πως και τι) σφίγγοντας του
    ήλιου το φλουρί
αχ η μικρούλα η ανύπαντρη παίρνει άντρα το περβόλι.

Καλέ αγωγιάτη που 'βαλες παπούτσια πλατανόφλουδο
που φόρεσες μαντήλι στο λαιμό της νεραντζιάς τον ίσκιο
καλέ αγωγιάτη πως βαστάς το χνούδι του καλοκαιριού να γαργα-
    λάει τ' αυτί σου
να βουίζουν τόσες μέλισσες μέσα στο παντελόνι σου
στου τζίτζικα το γύφτικο να πελεκάνε το σκουτάρι του Αχιλλέα
κ' εσύ μ' ένα γαρύφαλλο να 'χεις το στόμα σου φραγμένο;

Σφύρα το, σφύρα στ΄αψηλά ν' ανοίξουν όλα τα παράθυρα του
    Θεόφιλου
να βγουν οι Πηλιορείτες νιόγαμπροι στο χοροστάσι
να παίξουν παλαμάκια οι λεϊμονιές κ' οι βίγλες να βαρέσουν τα
    μπουζούκια
κι απ' το βουνό ως τη θάλασσα σκαλί- σκαλί ταράτσα με ταράτσα
να 'ρθει η Αρετούσα να 'μπει στο χορό με τους Καπεταναίους
ν' αστράφτουν τ' άρματα στην όψη της κι αυτή ν' αστράφτει στ'
    άρματά τους.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών XI
Μηλί — βάι - βάι — μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;

John William Godward "Summer Flowers", 1903
Κυρά, Κυρά θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μά-
.... γουλα
σφίγγοντας μες στον μπούστο σου την κάψα τ’Αλωνάρη
πότε κρατώντας στην ποδιά ένα καράβι μικροκάραβο
πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα ντυμένη μ' ένα δίχτυ
να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου το πανέρι με τα
.... ψάρια
πότε ντυμένη μ' αμπελόφυλλα, κυνηγημένη απ' του ήλιου τις
.... χρυσόμυγες πάνου στ' αλώνια
ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια της μηλιάς
μπατσίζονταςτις λυγαριές με τον αγέρα της τρεχάλας σου.

Μηλί — βάι - βάι — μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;

Σπάνε τα ρόδια στη ροδιά και πέφτουν γέλια στο ποτάμι,
με κουκουνάρια κυνηγιούνται οι κορασιές στο περιγιάλι
κι αχ, ο δραγάτης δε βαστά τέτοιο πουλί στον κόρφο του
κι αχ, δε βαστάνε οι βιολιτζήδες τ’ αμπελιού τόσο ουρανό μες στα
.... βιολιά τους.


Πάνου στο φως της θημωνιάς  — αχού, κυρά μ'  — το μεσημέρι
.... ανασκελώνει τις θερίστρες
δαγκώνει ο τζίτζικας τ' αυτί κι ο νιος δαγκώνει τη γροθιά του
κι ο μπιστικός παίρνει στο στόμα του τη ρώγα της καλοκαιριάς
.... σάμπως τραγί στο πρώτο βύζαγμα
ναν της ποτίσει το σγουρό βασιλικό με του βουνού και του Μαγιού
.... τη βρύση.

Τι πα να πει καημός - καημός, Περβολαριά μου ασίκισσα
όρτσα μελτέμια του καλοκαιριού, γάμπιες* και φλόκοι* του λεβάντε,
μπήξου μαχαίρι μαυρομάνικο στου χάρου τα παγίδια.

Δω χάμου η ναυτουργιά γδυμνή με τρεις παλάμες έρωτα
μετράει τις στράτες του ντουνιά και του ήλιου τις χρυσές κα-
.... μπάνες
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο καβουρντισμένο απ' το λιοπύρι
παίζει τη σβούρα τ' ουρανού πάνου στα γόνατά του.



γάμπια: το πάνω πανί του καταρτιού· συνήθως στον πληθυντικό, γάμπιες

φλόκος: μικρό τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών X
Γεια και χαρά σου ομορφονιά που δένεις όλο το ντουνιά με τις/χοντρές πλεξούδες σου/που 'χεις τις βούλες της υγειάς στα μάγουλα ...

shepherdess and sheep 1887 Camille Pissarro
Έτσι με το ξημέρωμα, ν' αυτιάζονται οι λαγοί που ανακλαδί-
.... ζεται η τρυγόνα
μες στις φωλιές τα χελιδόνια να σκουντάν με τον αγκώνα το 'να
.... τ' άλλο,
χτύπο το χτύπο τα φτερά και τα νερά να μερμηγκιάζουνε στης
.... σιγαλιάς τις αμασκάλες
κ' οι αγγέλοι πλένοντας τα τζάμια του παράδεισου χτύπο το χτύπο
.... το τραγούδι
χτύπο το χτύπο της αυγούλας ο αργαλειός φαίνοντας του ήλιου το
.... ζουνάρι
να ζώσει η γης δέκα φορές τη μέση της και να χορέψει.

Η θάλασσα με τα γαλάζια της μαντήλια φέγγει τον αγέρα.
Πουρνό-πουρνό κατηφοράν τα πεύκα να λουστούνε
πουρνό-πουρνό τα τσοπανόπουλα κοιτάζουν απ' τους λόφους
που η πούλια με τα δυο της δάχτυλα ξηλώνει τους γαλάζιους
.... φραμπαλάδες της.
Η δάφνη κ' η μυρτιά τινάζουν στις κατηφοριές τα μεσοφόρια τους
κύματα ροβολάν τα δέντρα, κύματα οι καμπάνες
κύματα ροβολάνε κ' οι βαλαντωμένοι βλάχοι απ' τα λημέρια τους
πετάν στην αμμουδιά τις βράκες τους και ρίχνονται στη θάλασσα
σαν άγιοι τριχωτοί που αφήσαν τα ραβδιά τους στην ποδιά της
.... Πενταγιώτισσας.
Κ' έχουνε μαύρα κι άγρια τα μαλλιά σαν τα καψαλισμένα βάτα
κι έχουν τα φρύδια πέτρινα και τα νεφρά τους σιδερένια
κ' έχουν τα στήθια τους στρωτά σαν τα φτερά της πέρδικας
και σύγκορμοι ευωδάνε τσίπουρο, μέλι και βαρβατίλα.

Βιάσου, Κυρά, και πρόβαλε πάνου στο βουνό ζωσμένη
.... πέντε γύρους στάχυα,
ρίξε μπουκιά απ' το γέλιο σου στον πετεινό του φράχτη μας που
.... 'χει λειρί τον ήλιο,
βιάσου, τι δεν αντέχουν πια τα φύλλα, τα νερά, τα παλληκάρια.
Γρήγορα τα ρουθούνια τους, σαν του τραγιού, ρουφάνε την αρμύρα
και το γαρύφαλλο στα σκέλια τους μες στο αυγινό νερό αυγαταίνει.

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταγκ-νταγκ στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές κ' οι πετρο-
.... κότσυφοι,
μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά μ' εξήντα φλόκους όνειρα 
μπαίνουν τα πρόβατα και τ' άλογα στη θάλασσα
κ' η θάλασσα ανεβαίνει στ' άσπρα λιακωτά να λιάσει τα σεντό-
.... νια της.

Απάνου στην προβιά του χορταριού νταγκ-νταγκ τα κουδουνάκια
μες στο πηχτό γαλάζιο γάλα του γυαλού τα κίτρινα κουμπιά της
.... πούλιας
νταγκ-νταγκ καλόγνωμες ελιές φορτώνοντας το όρθρο στα μικρά
.... γαϊδούρια τους.

Γεια και χαρά σου ομορφονιά που δένεις όλο το ντουνιά με τις 
.... χοντρές πλεξούδες σου
που 'χεις τις βούλες της υγειάς στα μάγουλα και στο πηγούνι,
δάγκωμα της δροσιάς, γεια και χαρά, στο σβέρκο του καπτάν
.... Καρακατσάνη.

Και πάνου εκεί, στο ξάγναντο ξωκκλήσι, με τα χέρια του δεμένα
.... γύρω στο ραβδί του
ν' ακούει τη λειτουργία των κορδαλών και των προβάτων ο Πα-
.... παδιαμάντης
τον όρθρο μουρμουρίζοντας και «τ' όνειρο στο κύμα».


ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών IX
Μέσα τους πλέκανε ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι
έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.

October - Time Lapse Painting
Καθόντουσαν στο λιόφυτο δίπλα στις αγελάδες τους.
Δε βγάζανε άχνα. Ο ήλιος τσίτωνε την τέντα του πάνου απ’ τα
κυπαρίσσια.
Μέσα τους πλέκανε ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι
έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.

Καμιά φορά κόβαν καλάμια και σκαλίζανε με το σουγιά φλογέρες
κ’ έμεναν έτσι — δεν τις παίζανε — και λογαριάζανε
τί ήχο να βγάζει η Κυριακή σε μιάν αυλή με τα βασιλικά και τα
γεράνια
τί ήχο να βγάζει η αντηλιά στις πλάτες της κοπέλας που ό,τι
λούστηκε

τί χρώμα να ‘χει ο ήχος του νερού καθώς αδειάζει η στάμνα
τί στεναγμό να βγάζει το γαρύφαλλο του δειλινού πέφτοντας στο
ποτάμι όπου ποτίζονται τ' άλογα και τα βόδια
τί μυστικά να λέει η αστροφεγγιά τα γιασεμιά της ρίχνοντας στη
στέγη μας.
Μα ο ήλιος είταν δυνατός  — δε σ' άφηνε να λογαριάσεις.

Κοιμότανε ο Άη-Γιώργης στα πλατάνια κάτου απ' τα τζιτζίκια
το ποτάμι αναβόσβηνε σαν άγγελος μαλαματένιος μες στους ίσκιους
πέρα τα σπίτια λάμπανε σκόρπια στα δέντρα και στον αέρα
κι όλη η μεγάλη θάλασσα φέγγιζε μες στη θύμηση
έτσι που αντιφεγγίζει ένα παράθυρο σ' ένα ποτήρι του νερού φρε-
σκοπλυμένο.

Δεν είχαν τίποτ' άλλο. Πίσω απ' τα γυάλινα βουνά περνούσε ο
χρόνος
με την καπελαδούρα του ήλιου αναγερτή στον ώμο του
κι ό,τι τους έπαιρνε ο αγέρας έμενε στην ξαστεριά σαν το λυω-
μένο χιόνι μες στις ρίζες του έλατου
απόμενε βαθιά στη σιγαλιά σαν το παλιό δαχτυλίδι στη στέρνα
ως μένει λάμποντας το αλάτι μες στη φούχτα του ξερόβραχου
κι ως η φουρτούνα αφήνει στο βυθό ένα δίχτυ ασημένιας ησυχίας.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών VIII

... και συ, Κυρά, με το νωπό στάχυ του αποσπερίτη μες στο χέρι σου
βλογάς την ερημιά του κάμπου και τις πετρωμένες βρύσες.
Demeter (Ceres) Greek Goddess - Art Picture by JinxMim
Έξω στις πλάκες της αυλής μας πέρναγε η νυχτιά με το ταγάρι
  της και το σκυλί της.
ακουόταν σύναυγα η μαγκούρα της μακριά σαν του αργαλειού
  τη χτένα.
Η ασβεστωμένη μάντρα είταν στρωτή σαν του περιστεριού το
  σβέρκο
κ’ ένα άσπρο φως σα γυάλινο άλογο χανότανε στο δάσος.

Κάθε εποχή μας έφερνε τα φρούτα της και το δικό της μοσκο-
  βόλημα —
τα φύλλα της κληματαριάς γίνονταν λίγο-λίγο σαν παλάμες από
  μάλαμα
ύστερα οι βέργες κουλουριάζονταν σαν παγωμένα φίδια,
νότιζαν του σπιτιού μας τα κλειδιά κι ο ήλιος γινόταν σαν το βάζο
 της κουζίνας με το αλάτι.

Το Χινόπωρο φόραγε μια πατατούκα από σταγόνες και καπνό
κι αν ρώταγες το βράδι κάποιον «που είσουνα;» σου αποκρινόταν:
«κει πέρα, πέρα» κ’ έσερνε ξοπίσω του ένα σύγνεφο σαν προβατίνα.

Οι κυδωνιές, αργότερα, σφίγγανε πάλι τις γροθιές τους
οι ντομάτες κοκκίνιζαν σα φιλημένα μάγουλα
ένα κλωνάρι δυόσμος φύτρωνε μες στη ραγισματιά του τοίχου
κ’ η ντουφεκιά του γέρο-Δήμου βούιζε στο πλατανόρεμα.

Τότε τα γένια του παππού βγάζανε κομπαράκια κόκκινα
σαν τα πουρνάρια του όχτου όταν βροντάει στα καταράχια ο ήλιος.

Περνάει, περνάει, γυρνά ο καιρός — ροδάνι, κόκκινη κλωστή δε-
  μένη
και μεις, Κυρά μου, από ντουφέκι σε φλογέρα, κύκλο-κύκλο,
σκαλίζουμε τσαμπιά σταφύλια στου αμπελιού τα ξερά κούτσουρα
σκαλίζουμε το μπόι σου στα κυπαρίσσια
και το σύγνεφο γίνεται σεντούκι με φλουριά
και τα κυπαρισσόμηλα κεράσια
και συ, Κυρά, με το νωπό στάχυ του αποσπερίτη μες στο χέρι σου
βλογάς την ερημιά του κάμπου και τις πετρωμένες βρύσες.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Βασιλική Δεδούση — Στον Πευκιά μου

(Το Πουκάμισο του Τεμπέλη) 
Μέσα σε κείνα τα κουτάκια,
είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα
τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
The cicada art print
«Θα σκάσουμε σήμερα, σαν τα τζιτζίκια», ακούγαμε τη μάνα μας να λέει
και χανόμασταν μες στον Πευκιά με μια γερή κλωστή στο χέρι,
απ’ το καλάθι της γιαγιάς το καλαμένιο,
μη βρούμε καμιά Ζίνα, κάτου απ’ της συκιάς τα πλατόφυλλα,
να τηνε γυρίσουμε ανάποδα,
να τηνε κάνουμε χρυσοπράσινο ελικόπτερο, να ζουζουνίζει
πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Αφήναμε τα τσίτινα φορέματα στην πέτρα
μη και κολλήσουν πάνω τους τα δάκρυα των πεύκων
και γυμνά, μ’ ένα βρακί μονάχα,
στολισμένα στα μαλλιά, τη μέση και τα χέρια με καραμελωτές γιρλάντες,
σαν άλλα νεραϊδόπουλα, κατάμαυρα απ’ τον ήλιο,
ψηλαφούσαμε με τα μάτια το χώμα και τις ρίζες
να βρούμε τα πουκάμισα των τεμπέληδων.

Μες σε σπιρτόκουτα, απ’ αυτά που ‘χε η μάνα μας δίπλα στη γκαζιέρα,
 χωνιάζαμε τους θησαυρούς μας

Αφουγκραζότανε η μάνα τη σιωπηλή μας πείνα, έβαζε φωνή
και μάνι-μάνι μας μπούκωνε με προσφάι
-ψωμί, ντομάτα και τυράκι και αυγό βραστό σφιχτό,
απ’ αλανιάρα κότα -
και πάλι πίσω τρέχαμε με τη μπουκιά στο στόμα
τόπο να βρούμε να χτίσουμε φωλιές για τα  τσιρόπουλα,
με κλωναράκια και πούσια ξερά, πάνω στο χώμα,
με μιαν αθώα σιγουριά, πως σ’ αυτές και μόνο τις φωλιές
τη νύχτα τους περνάνε.

Όλη τη νύχτα ανακούκουρδα τζιτζικίζαμε,
σκασμένα από τη ζέστη,
και το πρωί μάς έβρισκε και μας μεγαλωμένα
με το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό ή στα ποδάρια,
τσαλακωμένο απ’ τον ιδρώ κι από το στριφογύρισμα,
ίδιο με το πουκάμισο του τεμπέλη, που τ’ άφησε
μιας και παραμεγάλωσε και πια δε τον χωρούσε.

Τι κι αν μας έμαθαν πώς κλίνεται ο τέττιξ,
«ως τριτόκλιτον, ουρανικόληκτον, καταληκτικόν, μονόθεμον», 
τι κι αν μάθαμε ότι η χρυσόμυγα είναι «κολεόπτερον, ουδόλως επιβλαβές»,
τι κι αν το μυαλό γεμίσαμε με τα «περί των ουσιαστικών και τα περί εντόμων»,
τι κι αν μάθαμε ν’ απαξιώνουμε τα «αδειανά πουκάμισα»;

Μέσα σε κείνα τα κουτάκια, είν' η  Χρυσή μας Μύγα,
ακόμα ολοζώντανη,
με των ονείρων μας ιριδίζοντα τ’ ανεξίτηλα τα χρώματα,
είν’ ο τεμπέλης τζίτζικας π’ άφησε πίσω του το διάφανο πουκάμισο,
- όπως εμείς τα τσίτινα ρουχαλάκια πάνω στην πέτρα,
ή τ’ ολάσπρο σεντονάκι μας -,
που τελικά δεν σκάει – ποτέ δεν έσκασε- αλλά το ‘σκασε,
για να ‘βρει κάπου αλλού δροσιά,
από του Κυνός τα καύματα, που ξαποστέλνει ο Σείριος
καταμεσίς του Ιούλη.
Βασιλική Π. Δεδούση

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών VII / «Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασά-/λευτη έτσι που στέκει απάνου-απάνου στην καντήλα μας δυό δάχτυλα/το λάδι.»

Όλο το σπίτι μας μοσχοβολούσε ρίγανη, κερί λυωμένο και μπα-
ρούτι
μα πιότερο τις μέρες που 'βρεχε κ' έμπαινε απ' τις χαραματιές
των χωραφιών η ανάσα
φουσκί βρεγμένο, αλυγαριά, σανός, ρετσίνι, σιναπόσπορος.

Τότε το χάναμε το σπίτι μας  — γινόταν σαν τρικάταρτο που αρμε-
νίζει στις πέντε θάλασσες
ή σαν την κιβωτό που σκαμπανέβαζε στα ουρανοκρέμαστα ποτάμια
κ' είμαστε μέσα εμείς, μαζί κ' οι κότες, το γουρούνι κ' η κα-
τσίκα μας με τα τρία νεογέννητα
γι' αυτό μοσκοβολούσε κουτσουλιά, σάπιο κυδώνι κι άχερο.

Η μάνα μας, απ' όταν τη θυμάμαι, είταν ντυμένη μες στα μαύρα
γιατί όλο κάποιος απ' τους δικούς της θα μάς είχε αφήσει χρό-
νους
ωστόσο εμείς το ξέραμε πως πάρα μέσα δεν της λείπει το γαλά-
ζιο μεσοφόρι
γι' αυτό τα μάτια της, το βράδι, μες απ' τις ρυτίδες της
είταν σα δυό αστρουλάκια ανάμεσα στα φύλλα του ελαιώνα.

Δω μέσα είναι όλα απλά και σιωπηλά και παστρικά, όπως είναι
τ' αυτιά του πιο μικρού μας αδερφού που τον πηγαίνουμε την
Κυριακή στην εκκλησία —
το κάθε πράμα βρίσκεται στη θέση του μέσα στου τοίχου το ντου-
λάπι
όπως το μέλι στα κελάρια της κερήθρας —
το καφεκούτι, τα δαφνόφυλλα για τις φακές και το στυφάδο
το χαμομήλι και το μολοχάνθι κ' οι βεντούζες για τις θέρμες
τα βάζα με το στρογγυλό νεράντζι, τη μαστίχα και το κίτρο
και τ' ασημένια κουταλάκια της γιαγιάς για όταν μάς έρχονται
μουσαφιραίοι τις σκόλες.

Δεν πελαγώνουμε ποτές, Ό,τι γυρέψεις ξέρεις θαν το 'βρεις.
Η ρόκα, τα σταμνιά, οι ανθρώποι κ' οι καρέκλες κι ο κατρέφτης
όλα σφιχτοδεμένα και καλοβαλμένα ως είναι τα κουκκιά μέσα
στο ρόιδι —
κι αν τρίξει κεραμίδι, κι αν ραγίσει τοίχος
σκουπίζει η μάνα μας τα μάτια της, κ' εμείς το 'χουμε μάθει
πως τα κουκκιά αυγαταίνουνε και σπάζει του ροϊδιού το φλούδι.

Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασά-
λευτη
έτσι που στέκει απάνου-απάνου στην καντήλα μας δυό δάχτυλα
το λάδι.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ